-
1 ὁμό-τροπος
ὁμό-τροπος, von gleichen Sitten, gleicher Lebensart, gleichem Charakter, übereinstimmend; Δίκα καὶ ὁμότροπ ος Εἰράνα, Pind. Ol. 13, 7; ἤϑεα, Her. 8, 144; τινί, 2, 49; Plat. Phaed. 83 d; οἱ ὁμότροποι Τιμάρχου, Aesch. 1, 158; Ἔρωτι, Anacr. 36, 5. – Auch adv. ὁμοτρόπως, Schol. Soph. O. C. 350 u. A.
-
2 ὁμότροπος
ὁμό-τροπος, ον,A of the same habits or life, ὁ. τε καὶ ὁμότροφος γίγνεσθαι, of the mind in relation to the body, Pl.Phd. 83d : as Subst.,οἱ ὁ. τινός Aeschin.1.158
, cf. Thphr.Char.26.7 ; Δίκα καὶ ὁ. Εἰρήνα v.l. in Pi.O.13.7 ;λέγοιτο δ' ἄν τις Πυρρώνειος ὁ. D.L.9.70
.2 of like fashion,ἤθεα ὁ. Hdt.8.144
;τὰ ἐν Αἰγύπτῳ.. ὁ. ἂν ἦν τοῖσι Ἕλλησι Id.2.49
, cf. Aen.Tact.19, al. Adv.- πως
in the same manner,Id.
3.3, Arist.SE 183b6.3 homogeneous, Dam.Pr.45.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμότροπος
-
3 ὁμότροπος
ὁμό-τροπος, von gleichen Sitten, gleicher Lebensart, gleichem Charakter, übereinstimmend -
4 ομοτροπος
См. также в других словарях:
φιλότροπος — ον, Α αυτός που προσαρμόζεται στον χαρακτήρα άλλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + τρόπος (πρβλ. ὁμό τροπος)] … Dictionary of Greek
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
ευδίαιτος — εὐδίαιτος, ον (Α) αυτός που ζει με εγκράτεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διαιτος (< δίαιτα «τρόπος ζωής») πρβλ. ομο δίαιτος, οικο δίαιτος, λιτο δίαιτος] … Dictionary of Greek
Κένυα — Eπίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κένυας Έκταση: 582.650 τ. χλμ. Πληθυσμός: 31.138.735 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Ναϊρόμπι (2.411.900 κάτ. το 2002)Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Αιθιοπία και με το Σουδάν, Δ με την Ουγκάντα, Ν με… … Dictionary of Greek