Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Ὀλυμπ-ιάς

См. также в других словарях:

  • ορεστίας — Πόλη στη χώρα των Οδρυσών της Θράκης, που ονομαζόταν παλαιότερα Ουσκουδάμα και ονομάστηκε Ορέστεια ή Ορεστειάς επειδή είχε καταφύγει εκεί ο Ορέστης μετά τον φόνο της μητέρας του. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, ο Ορέστης, όταν οι Ερινύες τον… …   Dictionary of Greek

  • συκοφαντίας — ὁ, Α (ενν. ἄνεμος) κωμική λ. πλασμένη αναλογικά προς τη λ. καικίας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συκοφάντης + επίθημα ίας (πρβλ. καικ ίας, Ολυμπ ίας)] …   Dictionary of Greek

  • Σπαρτιάς — άδος, ἡ, Α Σπαρτιάτισσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σπάρτη + κατάλ. ιάς (πρβλ. Ολυμπ ιάς)] …   Dictionary of Greek

  • Στρυμονίας — και ιων. τ. Στρυμονίης, ὁ, Α (στη Θράκη) ονομασία ανέμου που έπνεε από τον ποταμό Στρυμόνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Στρυμών, όνος + κατάλ. ίας (πρβλ. Ολυμπ ίας)] …   Dictionary of Greek

  • καικίας — Μυθολογικό πρόσωπο. Αποτελούσε προσωποποίηση του ομώνυμου βορειοανατολικού ανέμου των αρχαίων. Ο Αριστοφάνης αναφέρει ότι ήταν άστατος άνεμος και προμηνούσε κακοκαιρία. Στο Ρολόι του Ανδρόνικου Κυρρήστου, στην Αθήνα, ο Κ. απεικονίζεται ως γέρος… …   Dictionary of Greek

  • καταπορθμίας — καταπορθμίας, ὁ (Α) ανατολικός άνεμος που πνέει από τον πορθμό και ειδικώς από τον πορθμό τής σικελικής Μεσσήνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κατὰ πορθμόν και σχηματισμένο κατά τα ονόματα ανέμων εις ιας (πρβλ. ολυμπ ίας)] …   Dictionary of Greek

  • ροδιάς — άδος, ἡ, Α η Ῥοδιακή (βλ. ροδιακός). [ΕΤΥΜΟΛ. < Ῥόδος + επίθημα ιάς (πρβλ. Ολυμπ ιάς)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»