-
1 οψέων
-
2 ὀψέων
-
3 όψεων
-
4 ὄψεων
-
5 προ-ΐσχω
προ-ΐσχω (s. ἴσχω), = προέχω, vorhalten, hinhalten; Her. 4, 200, πρὸς τὸ δάπεδον, richtiger προςίσχω; vgl. Xen. Hipparch. 5, 10. – Med. vor sich hinhalten, χεῖρας προϊσχόμενοι, Thuc. 3, 58. 67, darreichen; τῶν ὄψεων τὰς χεῖρας, die Hände vor das Gesicht halten, Plut. Pomp. 71; ἔπεα, vortragen, Her. 1, 164. 3, 137; λόγον, 8, 111; τοῠτο, 1, 3. 141. 6, 10. 49; vgl. Thuc. 4, 87; auch πρόφασιν, vorgeben, vorschützen, Her. 6, 117. 8, 3. 9, 165 u. Sp., wie ὁ δὲ τὸ γῆρας προϊσχόμενος παρῃτήσατο Hdn. 4, 14, 3.
-
6 τερατεία
τερατεία, ἡ, das Reden od. Erzählen von widernatürlichen, ungeheuren wunderbaren Dingen, abenteuerlichen Begebenheiten, auch das Aufschneiden, Lügen; Ar. Nubb. 317; Pol. 2, 58, 12 u. öfter; πολλὴν διατίϑενται τερατείαν, 2, 17, 6; Sp., εἰς τερατείαν ὄψεων Ael. H. A. 16, 18
-
7 ἐφ-ίημι
ἐφ-ίημι (s. ἵημι), ion. ἐπίημι, – 1) zusenden, zuschicken, Ἶριν Πριάμῳ Il, 24, 117; bes. in feindlicher Beziehung, aufreizen, aufhetzen, βέλεα, ἔγχος μελίην τινί, ein Geschoß gegen Einen schleudern, schießen, 16, 812. 15, 444; ähnlich χεῖράς τινι, Od. 20, 39 u. öfter, Hand an Jemand legen; ein unglückliches Geschick über Einen verhängen, ihm auferlegen, μνηστῆρσιν ἀεικέα πότμον ἐφήσω, 19, 550 u. sonst; νόστον, ὅν μοι Ζεὺς ἐφέηκε 9, 38; Ἀργείοισι πολύστονα κήδε' ἐφῆκεν Il. 1, 445; so auch Tragg., πάντ' ἐφήσω μόρον Aesch. Eum. 478, τέκνοις δ' ἀραίας ἐφῆκεν ἐπικότους τροφάς Spt. 768; ὡς δυςτυχῆ Θήβαισιν ἀκτῖν' ἐφῆκας Eur. Phoen. 5, χέρα τινί Hec. 1128; auch μήποτ' ἐπ' ἐμοὶ τόξων ἐφείης ὀϊστόν, Med. 634; πεδία ἐς τάδ' οὐκ ἐφῆκέ πω στρατόν Heracl. 393, er hat noch kein Heer in dieses Land herangeführt; ἄγαν ἐφῆκας γλῶσσαν εἴς τι, loslassen die Zunge, Andr. 955; τὸ ὕδωρ ἐπῆκαν ἐπὶ τὴν ἔςοδον, sie leiteten es nach dem Eingange Her. 7, 176; – zulassen, ὄνους ταῖς ἵπποις, zum Bespringen, Her. 4, 30; Arist. A. H. 9, 47; – νέμονται αἱ ἀγέλαι, ἐφ' ὁποῖα ἂν αὐτὰς ἐφιῶσιν οἱ νομεῖς Xen. Cyr. 1, 1, 2, schlechtere Lesart ἐπάγωσιν, wo die Hirten sie hingehen lassen; – feindlich, angreifen lassen, τὴν ἵππον τῷ στρατοπέδῳ ἐπὶ τοὺς Ἕλληνας, Her. 5, 63. 9, 49; τὴν ἵππον ἀϑρόαν αὐ-τοῖς ἐφείς Plut. Arist. 14; Pol.; – τῷ κακῷ ἐφιέναι δεῖ τὴν ὀργήν, den Zorn gegen ihn richten, Plat. Legg. V, 731 d; – hinschleudern u. preisgeben, ἐλλοῖς ἰχϑύσιν διαφϑοράν Soph. Ai. 1276. – Bei Hom. auch c. inf., antreiben, anreizen, χόλος, ὅστ' ἐφέηκε πολύφρονά περ χαλεπῆναι Il. 18, 108, vgl. Od. 14, 464; ὅτε μ' ἐχϑοδοπῆσαι ἐφήσεις Ἥρῃ, wenn du mich anreizen wirst, mich der Hera zu verfeinden, Il. 1, 518; ἀδινὸν στοναχῆσαι ἐφείην 18, 124; auch geradezu befehlen, heißen, νῦν δ' ἐφίητι τὸ τὠργείου φυλάξαι ῥῆμα Pind. I. 2, 9; τοὺς νεωτέρους ἐφίετε διώ-κειν Xen. Cyr. 4, 2, 24. – 21 überlassen, hingeben, ταρσὸν πνοιῇ Ap. Rh. 2, 934; nachlassen, καὶ χαλάσαι τὰς ἡνίας τοῖς λόγοις Plat. Prot. 338 a; gestatten, ἐπειδή σοι ἐφῆκα πᾶν λέγειν Soph. El. 621, wie ἢν ἐφῇς μοι 544; πλὴν ὧν ὁ νόμος ἐφίησι Plat. Legg. IX, 876 e; absolut, einem vorangegangenen ἔξεστι entsprechend, Andoc. 1, 55; οἷς οὐκέτι ἐφίεσαν οἱ ξύμμαχοι τὴν ἡγεμονίαν Thuc. 1, 95; οὐδ' ἢν ὁ Λάκων ἐπίῃ τοι ἄρχειν ἡμεῖς ἐπήσομεν Her. 7, 161, vgl. 3, 113; Xen. Hell. 7, 4, 7 u. sonst; τὴν ἀποσκευὴν ἐφῆκε τοῖς στρατιώταις διαρπάσαι D. Sic. 14, 75; a. Sp., wie τὰς δόσεις Plut. Sol. 21; auch pass. ἐφείϑη, es wurde gestattet, Arist. u. Folgde. – In Athen, δίκην, einen Proceß einer höheren Behörde zur Entscheidung überlassen, also appelliren, z. B. vom Schiedsrichter an die Entscheidung des eigentlichen Gerichts, ἐφῆκεν εἰς τὸ δικαστήριον, τὰς μικρὰς δίκας εἰς ὑμᾶς ἐφιᾶσιν, Dem. 40, 31, vgl. 55; ähnlich ἐφῆκεν ἡμᾶς ἐς τὸ δικαστήριον, er wies uns an den Gerichtshof, forderte uns vor, 34, 21; absol., ἐφιέναι δίδωσιν ὁ νόμος εἰς ἄλλο δικαστήριον Luc. Hermot. 30; a. Sp., wie D. Cass. 37, 27; ἀπό τινος, von Jem., 64, 2. – Auch intrans., wo man ἑαυτόν hinzudenken kann, sich überlassen, hingeben, ὅταν τις ἐφιῇ ἰσχυρῷ γέλωτι Plat. Rep. III, 388 e; Tim. 59 d; ὀργῇ D. Hal.; bes. ἡδονῇ. – 31 med., – al sich wonach strecken, begehren. wonach trachten, κοὐκ ἦν ἔτ' ἀργὸν οὐδὲν ὧν ἐφίετο Soph. O. C. 1601; ὧν δὲ σοῦ τυχεῖν ἐφίεμαι ἄκουσον Phil. 1299; τῆς κακίστης δαιμόνων φιλοτιμίας Euripid. Phoen. 531; neben ϑηρεύω Plat. Phil. 20 d; τῶν πραγμάτων Crat. 419 c; τ οῦ ἀρίστου Phaedr. 237 d; τῶν κερδῶν, ἀρχῆς, Thuc. 1, 8. 128; Folgde; ἐφιέμενοι τῆς πάσης ἄρξειν Thuc. 6, 6; τῆς ἡδονῆς Arist. Eth. oft; τῶν προςώπων, nach dem Gesichte zielen, mit den Geschossen, Plut. Pomp. 71; τῶν ὄψεων Caes. 45; ὀρχηστικῆς u. ä., die Kunst erlernen wollen, sich ihr widmen, Pol. 9, 20, 7. – b) zulassen, gestatten; οὐδ' ἐφέστιον ἄλλην τραπέσϑαι Λοξίας ἐφίετο, er gestattete nicht, verbot, Aesch. Ch. 1035; κάρα τέμνειν ἐφεῖτο τῷ ϑέλοντι Soph. Phil. 615; ἡ πόλις σοι ἐφεῖτο ὅ τι ἐβούλου ποιῆσαι Xen. An. 6, 4, 31; οὐκ ἐφίετο αὐτοῖς τέχνης ἅψασϑαι βαναύσου Plut. Lyc. 24. – c) auftragen, befehlen; ἄλλο δέ τοι ἐρέω καὶ ἐφήσομαι Il. 23, 82; ἑκάστῳ ἐφιέμενος τάδε εἴρω Od. 13, 7; οὐ μέντοι τόδ' ἐφιεμένῃ ἀπιϑήσω Il. 24, 300; ἐπιστολάς, ἅς σοι πατὴρ ἐφεῖτο Aesch. Prom. 4; ὅντιν' ἀρτίως μολεῖν ἐφιέμεσϑα Soph. O. R. 1055; Ai. 970 El. 1100; wohin man auch rechnet χαίρειν, Ἀϑάνα, τἄλλ' ἐγώ σ' ἐφίεμαι Ai. 112, an χαίρειν σε κελεύω erinnernd, ich wünsche, daß im Uebrigen du dich freuen magst, daß sonst dein Wille geschehe; ὥςπερ σὸν κέλευσμ' ἐφίεται Eur. I. T 1483; δεῖν κἀπάγειν ἐφίετο Bacch. 439; ἡμῖν ἐφεῖτ' ἐν ὥρᾳ ἥκειν Ar. Vesp. 242; so auch wohl ὁ δὲ εἰς τὴν Λακεδαίμονα ἐφιέμενος στρατιὰν προςαποστέλλειν ἐκέλευε Thuc. 4, 108. Über die Quantität des ι s. ἵημι.
-
8 ὑπό-δειξις
ὑπό-δειξις, ἡ, das Andeuten, ὄψεων Plut. Demetr. 38.
-
9 ὑπ-ώπιον
ὑπ-ώπιον, τό, 1) die Gegend des Gesichts unterhalb der Augen, νυκτὶ ϑοῇ ἀτάλαντος ὑπώπια, der Nacht gleich im Angesicht, finster, Il. 21, 463. – 2) wie ὑπωπιασμός, ein Schlag ins Gesicht, τηροῦ, μὴ λάβῃς ὑπώπια Ar. Vesp. 1386, Amphis bei Ath. II, 44 a, und eine dadurch verursachte Beule, mit Blut unterlaufene Stelle, vgl. Ath. III, 97 f u. Schol. Ar. Pax 533, ὑπὸ τῶν ὄψεων τὰ ὀγκώματα καὶ κρούσματα ἅπερ κορδύλας φασίν; Luc. gymn. 13. – Uebh. eine aufgelaufene Stelle, Schwiele, wie τύλος, die durch harte Arbeit in der Hand entstandene Schwiele, Ar. Ach. 525; Lys. 4, 9. – Auch ein Kraut, dessen Wurzeln auf Beulen u. Schwielen gelegen wurden, sonst ϑαψία genannt, Diosc.
-
10 απεργασια
ἥ1) изготовление, выработка, производство(εἰκόνων Plat.; ὄψεων Arst.)
2) искусная работа, отделка(ἡδονέ διὰ τέν ἀπεργασίαν Arst.)
3) вызывание, возбуждение, причинение(ἡδονῆς Plat.; ἐναντίων Plut.)
4) (воз)действие, влияние(τῶν νόσων Plat.; κακοδαίμονος ζωῆς Plut.)
-
11 αποσχιζω
2) отрывать(μυρσίνης φόβην Eur.)
3) отделять, ответвлять(ποταμὸς ἀπέσχισται ἀπὸ τοῦ Βορυσθένεος Her.; ἀποσχιζόμεναι ἀπὸ τῶν ὄψεων ἀκτῖνες Arst.)
φεύγειν τινὰ καὴ ἀποσχίζεσθαι Plat. — избегать общения с кем-л.4) отвлекать, склонять к отпадению(τινά Plat., Plut. и τινὰ ἀπό τινος Her.)
5) прерыватьἀ. τινὰ τοῦ λόγου Arph. — перебивать чью-л. речь
-
12 προισχω
(= προέχω См. προεχω)(преимущ. med.)
1) держать перед собою, т.е. протягивать, простирать(χεῖρας Thuc.; τὰς ἱκετηρίας Plut.)
τέν κόμην προϊσχόμεναι λελυμένην Plut. — (сабинянки, с мольбой) протягивающие (свои) распущенные волосы;τὸ ἱμάτιον τοῦ βιβλίου προϊσχόμενος Plut. — (Катон Утический читал), заслоняя книгу тогой;προϊσχόμενοι τῶν ὄψεων τὰς χεῖρας Plut. — закрывая лица руками2) произносить, объявлять, предлагатьπροϊσχόμενος ἔπεα ὡς … Her. — объявив, что …;
προϊσχομένου λόγον τόνδε Her. — когда он заявил это;3) выдвигать в качестве основания, ссылаться (на что-л.), приводить(πρόφασιν Her.; μυρίας σκήψεις Plut.)
-
13 υποδειξις
-
14 διεστραμμένως
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διεστραμμένως
-
15 εὐμορφία
εὐμορφία, ἡ,A beauty of form, Democr.294, E.Tr. 936, Pl.Smp. 218e; ;λόγων εὐμορφίαι E.Cyc. 317
, cf. AP9.400 (Pall.);εὐμορφίαι τῶν ὄψεων J.AJ10.10.1
; χολῆς λοβοῦ τε.. εὐ. symmetry in the σπλάγχνα, A.Pr. 495; αἱ ἐκ τῶν διδασκαλείων εὐ. elegances of the School (in Rhet.), Epicur.Fr.50.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐμορφία
-
16 κλάσις
A breaking, fracture, Pl.Ti. 43e; ἡ κ. τῶν ἀμπέλων breaking off the shoots and tendrils of vines, Thphr.CP2.14.4 (pl.), cf. 3.7.5, al.;ἡ κ. τοῦ ἄρτου Ev.Luc.24.35
.2 bending of the knee joint, Arist.Pr. 882b33; κ. ὄψεων refraction, Alex.Aphr. in Mete. 143.9;τὸ σαμεῖον περὶ ὃ ἁ κ. Archyt.
ap. Simp. in Ph.785.25.b κλάσιν λαβεῖν to be deflected, Plot.6.9.8; ὅταν κλάσιν ποιῇ καὶ γωνίαν, of a bandage. Erot.s.v. σκέπαρνος; of the labyrinth of the ear, Gal.UP 8.6. -
17 μετακίνημα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μετακίνημα
-
18 πάθησις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πάθησις
-
19 προΐσχω
A = προέχω, hold before, hold out, of boys playing at ποσίνδα, X.Eq.Mag.5.10:—mostly in [voice] Med., hold out before oneself, stretch forth,χεῖρας Th.3.58
,66; of nurse and child, Gal.6.44, al.: c. gen., hold before,τῶν ὄψεων τὰς χεῖρας Plu.Pomp.71
;τὸ ἱμάτιον τοῦ βιβλίου Id.Cat. Mi.19
.2 = προέχω B. 1, Hp.Art.30, Mochl.4.II metaph. in [voice] Med., put forward as a pretext, allege,π. πρόφασιν ὡς.. Hdt.4.165
, cf. 6.137, 8.3;ξυγγένειαν Th.1.26
;τὸν νόμον Plu.Alex.14
, etc.2 put forward as a demand, Hdt.1.3; propose, offer, ib. 141, 164, Th. 4.87;ξείνι' ἀριστήεσσι A.R.4.1553
.4 prosecute, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προΐσχω
-
20 ταρακτικός
A disturbing,τῆς ψυχῆς Plu.Crass.23
([comp] Sup.); τ. καὶ νεωτερισταί, of political agitators, D.H. 5.75; of food that does not agree with the stomach,τ. τῶν καθ' ὕπνον ὄψεων Plu.2.734f
; οἶνος τ. ib.648b, cf. Sor.1.86 (prob.), Mnesith. ap.Gal.6.645; τ. τῆς κοιλίας Id. ap. Ath.3.92b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταρακτικός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ὀψέων — ὄψος neut gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄψεων — ὄψεω̆ν , ὄψις aspect fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Χίος — Νησί (841,58 τ. χλμ., 52.184 κάτ.) του Αιγαίου, που εκτείνεται παράλληλα προς τη μικρασιατική ακτή, στη χερσόνησο της Ερυθραίας, από την οποία χωρίζεται με δίαυλο πλάτους 7 χλμ. Πρωτεύουσα του νησιού είναι η ομώνυμη πόλη, η X. ή Χώρα όπως την… … Dictionary of Greek
αγαθό — To αντικείμενο του κλάδου της φιλοσοφίας που ονομάζεται ηθική. Στην ιστορία της φιλοσοφικής σκέψης ο όρος χρησιμοποιήθηκε ως προσδιορισμός ενός συνόλου προβλημάτων και θεωριών που συνδέονται με την αρετή, αλλά και με ό,τι γενικά εμφανίζεται ως… … Dictionary of Greek
αγωγιμότητα — Η ιδιότητα ορισμένων σωμάτων να μεταφέρουντον ηλεκτρισμό ή τη θέρμανση.ειδική. α.Το αντίστροφο της ειδικής αντίστασης. Αναφέρεται στο υλικό από το οποίο είναι κατασκευασμένος ένας αγωγός και μετριέται σε μονάδες Ω 1 · mm 2 · m ή S · mm 2 · m,… … Dictionary of Greek
αποκρυφισμός — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται όλα τα ιστορικο πολιτιστικά φαινόμενα, σε οποιαδήποτε χώρα, εποχή ή πολιτισμό, τα οποία συνίστανται στην κατοχή και την άσκηση μιας μυστικής διδασκαλίας, λίγο έως πολύ πολύπλοκης και συστηματικής, που έχει ως… … Dictionary of Greek
γεωγραφία — Επιστήμη της οποίας αντικείμενο είναι η σπουδή και η περιγραφή της επιφάνειας της Γης και των φαινομένων που παρατηρούνται σε αυτήν. Σκοπός της γ., τόσο σήμερα όσο και κατά το παρελθόν, είναι να δώσει μία περιγραφή της Γης – αυτό άλλωστε… … Dictionary of Greek
εξώστης — Οι βατές προεξοχές που δημιουργούνται στους ορόφους των κτιρίων, μπροστά από ανοίγματα που φτάνουν έως το δάπεδο, τις εξωστόθυρες. Προορισμός τους είναι να δώσουν στους ορόφους έναν μικρό υπαίθριο χώρο, σε προέκταση του εσωτερικού κλειστού, ή και … Dictionary of Greek