-
1 όψα
-
2 ὄψα
-
3 ὄψον
ὄψον, τό,A cooked or otherwise prepared food, a made dish, eaten with bread and wine,ἐν δὲ.. σῖτον καὶ οἶνον ἔθηκεν, ὄψα τε Od.3.480
;ἐν δέ οἱ ἀσκὸν ἔθηκε.. οἴνοιο.., ἐν δὲ καὶ ᾖα κωρύκῳ, ἐν δέ οἱ ὄψα τίθει 5.267
, cf.6.77, Il.9.489;παμπόνηρον ὄ. ὁ γέρανος Epich.87
;ἄρτον,.. οἶνον.., ὄψον Th.1.138
(taken in signf. 3 by D.S.11.57);ἄρτους,.. ὄψον.., οἶνον Pl.Grg. 518c
;ὄ. ὀπτόν Ar.Eq. 1106
, cf. Av. 900; ἐσθίουσι ἐπὶ τῷ σίτῳ ὄ. X.Mem.3.14.2, cf. 3.14.3; τῷ ὄ. ( cuisine) τε καὶ τῷ οἴνῳ χαίροντα μᾶλλον ἢ τοῖς φίλοις ib.1.5.4;ὄ. ἕξουσιν, ἅλας τε δηλονότι καὶ ἐλάας καὶ τυρόν, καὶ βολβοὺς καὶ λάχανά γε, οἷα δὴ ἐν ἀγροῖς ἑψήματα, ἑψήσονται Pl.R. 372c
; opp. τραγήματα, Clearch.65; ὄψα.. καὶ τραγήματα, ὄψα.. καὶ μύρα, Pl.R. 372e, 373a; Σικελικὴ ποικιλία ὄψου ib. 404d;φακῆν, ἥδιστον ὄψων Ar.Fr.23
; τὴν ἔγχελυν.. ὄψων μέγιστον the greatest of delicacies, Anaxandr.39.6; ὄ. δὲ ταὐτὸν ἀεί ποτε πᾶσίν ἐστιν, ὕειον κρέας ἑφθόν (in the Spartan φειδίτια) Dicaearch. Hist.23;εἷς ἄρτος, ὄ. ἰσχάς Philem.85
, cf. X.Cyr.1.2.8; [ τέχνη] ἡ τοῖς ὄ. ( dishes) τὰ ἡδύσματα (sauces, seasonings) [ ἀποδιδοῦσα μαγειρικὴ καλεῖται] Pl. R. 332d, cf. Tht. 175e, Plu.2.99d;ὄ. ὀξέα καὶ δριμέα καὶ ἁλμυρά X.Cyr. 6.2.31
;τοὺς παῖδας διδάσκομεν.. τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τοῦ ὄ. τῇ δ' ἀριστερᾷ κρατεῖν τὸν ἄρτον Plu.2.99d
: metaph., ὄ. δὲ λόγοι φθονεροῖσι are a treat to the envious, Pi.N.8.21.2 relish, κρόμυον, ποτῷ ὄ. Il.11.630; κολλύραν.. καὶ κόνδυλον ὄ. ἐπ' αὐτῇ pudding and knuckle- sauce, Ar. Pax 123: metaph., λιμῷ ὅσαπερ ὄψῳ διαχρῆσθε 'hunger is the best sauce', X.Cyr.1.5.12; ἡ ἐπιθυμία τοῦ σίτου ὄ. Id.Mem.1.3.5;ὄ. τροφῆς τὸ πεινῆν Socr.
ap. Porph.Abst.3.26;οἱ πόνοι ὄ. τοῖς ἀγαθοῖς X.Cyr. 7.5.80
.3 at Athens, esp. fish, the chief delicacy of the Athenians (πολλῶν ὄντων ὄ. ἐκνενίκηκεν ὁ ἰχθὺς μόνος ἢ μάλιστά γε ὄψον καλεῖσθαι Plu.2.667f
, cf. Ath.7.276e); so in Pap., ὄ. as collective, = fish, PCair. Zen.82.17 (iii B. C.); in Hp.Mul.1.37 ὄψα θαλάσσια is v.l. (dub.). -
4 οψ'
ὀψέ, ὀψέafter a long time: indeclform (adverb)——————ὄψαι, ὁράωInscr. destombeaux des rois: aor imperat mid 2nd sgὄψι, ὄψιςaspect: fem voc sgὄψα, ὄψονcooked: neut nom /voc /acc pl -
5 οψαμάτην
-
6 ὀψαμάτην
-
7 ὄψον
-ου τό N 2 0-0-0-0-2=2 TobBA 2,2; 7,8food; ὄψα varied dishesCf. KALLITSUNAKIS 1926, 96-106; SHIPP 1979, 428; →MM -
8 βρῶμα
-
9 δυσωπέω
Aἐδυσώπησα Luc.Asin.38
: ([etym.] ὄψ):—put out of countenance, abash,τινά Ph.1.291
, Plu.2.418e, Luc. l.c., S.E.P.3.66, etc.;οὐδὲν αὐτὴν ἐδυσώπει X.Eph.4.5
: c. acc. inf., shame a person with doing a thing, J.BJ1.6.5, al.: esp. of importunate persons, δ. τινὰ δεήσει ib.3.8.6; so, entreat,ἥκειν ὑμᾶς καὶ παρακαλῶ καὶ δ. Hld.10.2
: abs., to be importunate,αἰσχυνόμενοι ἀντιλέγειν τοῖς ἀγνωμόνως δυσωποῦσιν ὕστερον δυσωποῦνται τοὺς δικαίως ἐγκαλοῦντας Plu.2.532d
:—[voice] Pass., θεὸν εἶναι τὴν ἠχὼ δυσωποῦμαι I am constrained to believe that, Jul.Ep. 189, cf. Marcellin.Puls.23; to be susceptible to importunity,τὴν ὑπὸ τῶν ἀναισχύντως λιπαρούντων ἧτταν, ἣν ἔνιοι δυσωπεῖσθαι καλοῦσιν Plu.Brut.6
; δυσωπεῖν τὴν ὄψιν to disgust, Id.Lyc. 9; alarm,πάθος δ. τινά Procop.Arc.2
.II in early writers only [voice] Pass., [tense] impf.ἐδυσωπούμην Pl.Phdr. 242c
:— to be put out of countenance, abs., Id.Plt. 285b, etc.;πρὸς ἀλλήλους Id.Lg. 933a
; δ. μή .. Id.Phdr. l.c.;τινί Plb.20.12.6
;ἐπί τινι Ph.1.639
; εἰ .. Id.2.423;περί τινος Phld.Rh.1.297
S.; of animals, to be shy, timid, X.Mem.2.1.4.2 c. acc., to be put to shame by,τὴν ἀρετήν τινος Plu.Cor.15
;τὴν χάριν Lib.Decl.37.19
: but more freq. fight shy of,ὄνομα D.H.Comp.12
(so in [voice] Act., look askance at,δ. καὶ ὑποπτεύω μήποτ' οὐ Λυσίου ὁ λόγος Id.Lys.11
), cf. Phryn.166;ὑφορᾶν καὶ δ. Them.Or.26.330b
;διὰ τοὔνομα τὴν μοναρχίαν Plu.Sol.14
; regard with aversion, ; disapprove of, Phld.Hom.p.55 O.: c. inf., to be ashamed to do,..εἰπεῖν D.Chr.32.7
, cf. 36.54; also τὴν ἀντίδοσιν δ. feel ashamed to reply, Jul. Ep. 184.III intr.in [voice] Act., to see with difficulty, Luc.Lex.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσωπέω
-
10 εὐοψία
------------------------------------ -
11 εὔοψος
εὔοψ-ος, ον,A abounding in ὄψα, esp. fish,ἀγορά Anaxandr.33.10
, Timocl.11.1;χωρίον Archestr.Fr.50
B., cf. Str.10.2.21;ἡ θάλασσα τῆς γῆς -οτέρα Plu.2.667c
, etc. -
12 καρυκεύω
A dress with rich sauce,ἱερεῖα Ath.4.173d
:—more freq. in [voice] Pass.,ὄψα κεκαρυκευμένα Alex.163.6
, cf. Men.462.7, Sor.1.51, Alciphr.3.53; ἐς ταὐτὸν κ. make up into one sauce, Men.518.7: metaph., κ. λόγον season a story well, Plu.2.55a; [ ἡ ἱστορία]κ. τὰς ἀπαγγελίας τῇ ποικιλίᾳ τῶν παραδειγμάτων Agath.Praef.
2 metaph., embroil, Erot. s.v. καρυκοειδέα, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρυκεύω
-
13 λίχνος
A gluttonous, X.Mem.1.2.2, Pl.R. 354b, Plb.3.57.7, Gal.6.716;τὰ περὶ τὴν τροφὴν λίχνοι Clitarch. 1
J.: c. gen.,τῶν ἐν διαίτῃ ποικιλμάτων Epicur.Sent.Vat.69
: metaph.,λ. τὴν ψυχήν Pl.R. 579b
: [comp] Comp. - ότερος Sophr.62: [comp] Sup. - ότατος Arist.HA 594a6.2 metaph., curious, inquisitive, E. l. c.;ὄμματα λ. Call.Fr. 107
, AP12.106 (Mel.); lewd, Crates Theb.4: c. gen., curious after,τοῦ κεκρυμμένου E.Fr.1063.8
; c. inf.,λ. εἰμὶ καὶ τὸ πεύθεσθαι Call.Fr. 98d
.II of things, luxurious, appetizing, ὄψα, ἐδέσματα, Gal.Anim.Pass.6. -
14 λυμαίνομαι
λῡμαίνομαι (A), ( λῦμα A)------------------------------------Aλῡμᾰνοῦμαι Isoc.11.49
, D.24.1, etc.: [tense] aor.ἐλῡμηνάμην Hp.VM20
(v.l. - αίνετο), Hdt.8.28, E.Andr. 719, Isoc.20.12, etc.: also with pass. forms, part. : [tense] pf. λελύμασμαι ([ per.] 3sg.λελύμανται D.9.36
, 21.173); part. - ασμένος X.HG7.5.18, D.45.27; inf.λελυμάνθαι Id.20.142
, PPetr.3p.57 (iii B. C.): cf. διαλυμαίνομαι: some of these forms are also used in pass. sense, v. infr. 11: ([etym.] λύμη):—outrage, maltreat, esp. of personal injuries, scourging, binding, etc. (cf. D.23.33), but also in moral sense:—Constr.:1 c. acc., outrage, maltreat,ὅτι τὸν ξεῖνον.. δήσας λυμαίνοιτο Hdt.5.33
;τὴν ἵππον ἐλυμήναντο ἀνηκέστως Id.8.28
;ὀργῇ χάριν δούς, ἥ σ' ἀεὶ λυμαίνεται S.OC 855
; λ. λέχη dishonour.., E.Ba. 354: c. acc. cogn. added,τοιαῦτα.. Σοφοκλέης λυμαίνεται.. ἐμὲ τὸν Τηρέα Ar.Av. 100
;λύμης ἥν μ' ἐλυμήνω πάρος E.Hel. 1099
; also in [dialect] Att. Prose,λ. νόμους Lys.30
. 26, cf. D.18.312; τὰς ῥήσεις ἃς ἐλυμαίνου the speeches you used to murder (as an actor), ib.267; later simply, harm, injure,βλασφημεῖν καὶ -εσθαι τὸν σοφόν Phld.Lib.p.10
O., cf. Ir.p.33 W.; of things, spoil, ruin,νοῦσος λ. τὸ σῶμα Hp.Morb.Sacr.11
, cf. VM6;τὰ -όμενα γαστέρας καὶ κεφαλὰς καὶ ψυχάς X.Mem.1.3.6
; ὀψοποιΐα λ. τὰ ὄψα ib.3.14.5;λ. τὴν οἰκίαν Is.6.18
;τοὺς χυλούς Thphr.CP6.17.5
;τὰ παρόντα Epicur. Sent.Vat.35
;θλίβει καὶ λ. τὸ μακάριον Arist.EN 1100b28
; λ. τοῦ ἀραχνίου spoil part of it, Id.HA 623a20.2 c. dat., inflict indignities or outrages upon,νεκρῷ Hdt.1.214
,9.79;μειρακίοις Ar.Nu. 928
(anap.);ἡ ὕβρις τοῖς ὅλοις πράγμασι λ. Isoc.20.9
;ἡ κακία λ. τοῖς ὅλοις D.18.303
;λ. τῇ καταστάσει X.HG2.3.26
; τῇ ἑαυτοῦ δόξῃ ib.7.5.18;πονηροὶ.. αὑτοῖς -αίνονται Epicur.Sent.Vat.53
;τοῖς.. προῃρημένοις POxy.1409.21
(iii A. D.).—The constr. with dat. is considered strictly [dialect] Att., Sch.Ar.Nu. 925; but X. almost always uses the acc., which is freq. also in the Oratt.; Pl. does not use the word at all.3 abs., cause ruin,ὅσα μετ' ἐλπίδων λυμαίνεται Th.5.103
;πᾶν τὸ λυμαινόμενόν ἐστιν ἔνδοθεν Men.540.3
; cause damage, IG5(2).6.16 (Tegea, iv B. C.); also, inflict punishment, ib. 5 (1). 1390.26 (Andania, i B. C.).4 c. dat. modi, λυμαίνεσθαι [τινα] λύμῃσι ἀνηκέστοισι treat with the worst ill-treatment, Hdt.6.12; γλῶτταν ἡδοναῖς λ. defile it, Ar.Eq. 1284.5 c. neut. Adj., τἆλλα πάντα λυμαίνεσθαι inflict all possible indignities, Hdt.3.16;αὐτῷ τάδ' ἄλλα Βάκχιος λ. E.Ba. 632
(troch.), cf. Ar.Av. 100 (supr.1.1).II [voice] Act. λυμαίνω, only late, Lib. Decl.13.6; but λυμαίνομαι is sts. [voice] Pass., ;ὑπὸ τοιούτων ἀνδρῶν λυμαίνεσθε Lys.28.14
;πλάστιγγι λυμανθὲν δέμας A.Ch. 290
;λελυμάνθαι D.20.142
;λελυμασμένος Paus.7.5.4
, 10.15.4;ἐλελύμαντο D.C.39.11
; cf. .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λυμαίνομαι
-
15 μαγγανεύω
A use charms or philtres, of Circe, Ar.Pl. 310: metaph., play tricks, D.25.80, Jul.Gal. 340a; μ. πρὸς τὰς θεάς use superstitious means to propitiate the goddesses, Plb. 15.29.9;μ. ἐπί τινα Luc.DDeor.2.1
, Bis Acc.21: c. acc. cogn., μ. ἀπάτην contrive means for cheating, Ach.Tat.2.38.II c. acc., trick out, dress artificially, of cooks,τὰ σιτία καὶ τὰ ὄψα μ. καὶ φαρμάττειν Plu.2.126a
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαγγανεύω
-
16 μαγείρευμα
A that which is cooked, food, Hsch. s.v. ὄψα (pl.), Eust.1402.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαγείρευμα
-
17 προαρπάζω
A snatch away before,ὥσπερ ἰκτῖνος τὰ ὄψα Luc.Tim.54
: metaph.,τὴν δόξαν J.AJ13.5.8
; τὴν ἡγεμονίαν τινί ib.20.8.2, cf. Luc. Tox.6, etc.; π. ἀλλήλων τὰ λεγόμενα snap at a conclusion, anticipate hastily, Pl.Grg. 454c;τὸ ζητούμενον π. ὡς ὁμολογούμενον S.E.M.1.157
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προαρπάζω
-
18 πτοέω
A- ήσω AP7.214
(Arch.): [dialect] Ep. [tense] aor. ἐπτοίησα, [dialect] Aeol. ἐπτόαισα (v. infr.):—[voice] Pass., [dialect] Ep. [tense] aor. : [tense] pf. ἐπτόημαι, [dialect] Ep. ἐπτοίημαι (v. infr.):—terrify, scare, AP l.c.:—[voice] Pass., to be scared, dismayed,φρένες ἐπτοίηθεν Od.22.298
; ; ἐπτοημένας δεινοῖς δράκουσιν by serpents, E.El. 1255 (s. v.l.);ἔβαλλε χεῖρας ἐπτοημένας Id.Tr. 559
(lyr.);πτοηθεὶς ἐπὶ τοῖς ἠγγελμένοις Plb.31.11.4
, cf. LXX Ex.19.16, al., Ev.Luc.21.9, 24.37; περὶ ὃ ἂν τύχῃ Polystr.p.29 W.; of animals, Q.S.11.48, 13.457.II metaph., flutter, excite by any passion,τό μοι καρδίαν.. ἐπτόαισεν Sapph.2.6
, cf. eand.Supp.14.6;τὴν δὲ φρένας ἐπτοίησεν Κύπρις A.R.1.1232
; Κύπρις ἐπ' Αἰακίδῃ κούρῃ φρένας ἐπτοίησεν Poet. ap.Parth.21.2:—[voice] Pass., to be passionately excited, Mimn.5.2 (= Thgn. 1018);ἐπτοημένοι φρένας A.Pr. 856
;ὡς ἐπτόηται E.Ba. 214
, cf. IA 1029; ἔρωτι ἐπτοάθης ib. 586 (lyr.); πτοιηθεὶς ὑπ' ἔρωτι Call.l.c.; , cf. R. 439d, Epicur.Fr. 465;περὶ τὴν ὀχείαν Arist.HA 614a26
, cf. 571b10;περὶ τὰ ὄψα Plu. 2.1128b
;περὶ τὸ κέρδος Onos.1.20
;ἐς γυναῖκας Luc.Am.5
; ἐπὶ τὸ νέον ib.23;ἐπὶ γυναικί Parth.4.2
;πρὸς τὰς αἶγας Plu.2.989a
;τῇ γνώμῃ πρὸς τὸν πόλεμον Id.Sull.7
; to be distraught, μεθ' ὁμήλικας ἐπτοίηται he gapes like one distraught after his fellows, Hes.Op. 447; τὸ πτοηθέν distraction, E.Ba. 1268. ( πτοι- only in dactylic verse, perh. metri gr.; the - άω inflexion only in Thgn. l.c., E.IA 586 (lyr.); Lesb. - αις ([etym.] ε ) may have - αι- for - η- as αἰμίονος, etc.) -
19 ἀπαργυρίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπαργυρίζω
-
20 ἀποψύχω
ἀπο-ψύχω [ῡ]:—[voice] Pass., [tense] aor. ἀπεψύχθην and ἀπεψύχην [ῠ], v. infr., also ἀπεψύγην [ῠ] Hld.2.3:—A leave off breathing, faint, swoon,τὸν δὲ.. εἷλεν ἀποψύχοντα Od.24.348
;ἀ. ἀπὸ φόβου Ev.Luc.21.26
.2 c. acc., ἀπέψυξεν βίον breathed out life, S.Aj. 1031;πνεῦμα AP12.72
(Mel.): abs., expire, die, Th.1.134, cf. LXX4 Ma.15.17, D.C. 43.11,al.; λεπτὸν ἀ. faintly breathing out his life, Bion 1.9:—also [voice] Pass.,ἀποψύχεται Hp. Morb.1.19
: [tense] aor. 2 .II cool, chill,ὄψα Sosip. 54
:—[voice] Pass. or [voice] Med., to be cooled, Hom. only in phrase ἱδρῶ ἀπεψύχοντο χιτώνων στάντε ποτὶ πνοιήν they got the sweat dried off their tunics, Il.11.621; ἱδρῶ ἀποψυχθείς (by bathing) 21.561 (also in [voice] Act.,ἱδρῶ ἀποψύχοντε Orph.A. 1091
): generally, grow cold, Thphr. HP4.7.3, etc.: metaph., ἀπεψυγμένοι πρὸς τὸ μέλλον cold and indifferent as to.., Arist.Rh. 1383a4; shivering with terror,Arr.
Epict. 4.1.145, cf. Alciphr.2.2; but, to be refreshed, Phryn.PSp.27 B.2 impers., ἀποψύχει it grows cool,ἐπειδὰν ἀποψύχῃ Pl.Phdr. 242a
, ap. Phryn.PSp.45 B., sed leg. ἀποψυχῇ ([tense] aor. 2 [voice] Pass.).III ἀποψύχειν· ἀποπατεῖν, ἀφοδεύειν, Hsch.; cf. ἀπόψυγμα.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποψύχω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ὄψα — ὄψον cooked neut nom/voc/acc pl ὄψᾱ , ὄψος neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφαλοκόβω — οψα, κόβω τον ομφάλιο λώρο του νεογνού: Η μάνα μου γέννησε στο χωράφι και το μωρό τ αφαλόκοψε μια άλλη γυναίκα που βρέθηκε εκεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀψαμάτην — ὀψᾱμάτην , ὀψαμάτης one who mows till late at even masc acc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ACRIDES — quarum mentio Matthaei c. 3. v. 4. ἡ δέ τροφὴ ἀυτοῦ ἢν ἀκρὶδες καὶ μὲλι ἄγρςον, Isidoro Pelusiotae, viro docto et proxima Palaestinae loca incolenti, Ep. 132. οὐ ζῶά εἰςιν, ὥς τινες οίονται ἀμαθῶς, κανθάροις ἀπεοικότα, non sunt animalia… … Hofmann J. Lexicon universale
επανίημι — ἐπανίημι (Α) [ίημι] 1. εξαπολύω κάποιον εναντίον άλλου («σοὶ δὲ ἐπὶ τοῡτον ἀνῆκε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη», Ομ. Ιλ.) 2. αφήνω κατά μέρος, παρατώ («δεῑ δὲ ταῡτα ἐπανέντας κοινόν... τὸ πράττειν ποιῆσαι», Δημοσθ.) 3. μετριάζω, χαλαρώνω κάπως, αμελώ… … Dictionary of Greek
εύοψος — εὔοψος, ον (Α) 1. αυτός που είναι γεμάτος όψα, ιδίως ψάρια, αυτός που έχει αφθονία ψαριών 2. αυτός που περιέχει ή παράγει πολλά βρώματα, φαγώσιμα («ἡ θάλασσα τῆς γῆς εὐοψοτέρα», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + οψος (< όψον «τροφή, ψάρι»), πρβλ. άν … Dictionary of Greek
μάγειρος — και μάγερος και μάγειρας και μάγερας, ο, θηλ. μαγείρισσα και μαγέρισσα (AM μάγειρος, θηλ. μαγείρισσα, Α δωρ. τ. μάγιρος, αιολ. τ. μάγοιρος, θηλ. μαγείραινα, Μ και μάγειρας και μάγερας) αυτός που παρασκευάζει φαγητά, που έχει έργο να μαγειρεύει (α … Dictionary of Greek
οψοδόχος — ὀψοδόχος, ον (Μ) αυτός που δέχεται τα όψα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄψον «τροφή, έδεσμα» + δόχος (< δέχομαι), πρβλ. καπνο δόχος] … Dictionary of Greek
οψοθήκη — η (Α ὀψοθήκη) μέρος όπου φυλάσσονται τα όψα, οψοφυλάκιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄψονν «τροφή, έδεσμα» + θήκη (πρβλ. βιβλιο θήκη)] … Dictionary of Greek
οψομανής — ὀψομανής, ές (Α) αυτός που αγαπά υπερβολικά τα όψα, τα ποικίλα εδέσματα, καλοφαγάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄψον «τροφή, έδεσμα» + μανής (< μαίνομαι)] … Dictionary of Greek
οψομανία — η (ΑΜ ὀψομανία) [οψομανής] νεοελλ. (ψυχιατρ.) παρόρμηση, υπερβολική επιθυμία για συγκεκριμένο φαγητό μσν. αρχ. η μανιώδης αγάπη προς τα όψα, τα φαγητά … Dictionary of Greek