Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὄφλω

См. также в других словарях:

  • ὀφλῶ — ὀφλέω become a debtor pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὀφλέω become a debtor pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄφλω — ὀφλισκάνω become a debtor aor subj act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… …   Dictionary of Greek

  • εξοφλώ — και ξοφλώ, άω και έω (Μ ἐξοφλῶ, έω) 1. πληρώνω χρέος, αποδίδω ποσό που οφείλω σε κάποιον («εξοφλώ τα χρέη μου», «να εξοφλήσετε τον λογαριασμό») 2. ανταποδίδω υπηρεσία, εξυπηρέτηση κ.λπ. 3. αποφυλακίζω, απελευθερώνω νεοελλ. 1. διακόπτω τις… …   Dictionary of Greek

  • οφλισκάνω — ὀφλισκάνω και κατά το λεξ. Σούδα, ὀφλίσκω και, κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ., ὀφλάνω, ενώ αμφβλ. είναι ο τ. όφλῶ, έω (Α) 1. (για άνθρωπο που καταδικάστηκε σε πληρωμή προστίμου) υποχρεώνομαι να πληρώσω, χρωστώ, οφείλω («πλείστην ζημίαν ὀφλισκάνει»,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»