Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὀφλήσω

См. также в других словарях:

  • ὀφλήσω — ὀφλέω become a debtor aor subj act 1st sg ὀφλέω become a debtor fut ind act 1st sg ὀφλέω become a debtor aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) ὀφλισκάνω become a debtor fut ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οφείλω — (ΑΜ ὀφείλω, Α και ὀφειλέω, επικ. και αρκαδ. τ. ὀφέλλω, αρκαδ. τ. και ὀφήλω) 1. είμαι οφειλέτης, χρωστώ κάτι σε κάποιον, ιδίως χρήματα (α. «ὃς ὤφειλεν αὐτῷ ἑκατὸν δηνάρια», ΚΔ β. «μισθὸς τοῑς στρατιώταις ὠφείλετο», Ξεν.) 2. μτφ. αναγνωρίζω κάτι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»