-
21 οσίριδος
-
22 ὀσίριδος
-
23 όσιρι
-
24 ὄσιρι
-
25 όσιριν
-
26 ὄσιριν
-
27 πολύσεμνος
πολύ-σεμνος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύσεμνος
-
28 ὄσυρις
-
29 Ὕσιρις
A = Ὄσιρις, Hellanic.176 J. (Plu. (2.364d) derives it ἀπὸ τῆς φύσεως ( ὕσεως Salmasius) καὶ τῆς εὑρέσεως.)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ὄσιρις — Osiris fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄσιρις — poet s cassia fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Όσιρις — Αιγυπτιακή θεότητα, η λατρεία της οποίας απέκτησε σημασία κυρίως από τα τέλη του Αρχαίου Βασιλείου. Η προέλευση της όμως είναι πολύ πιο αρχαία: ανάγεται σε ένα τυπικό ον των μυθολογιών που διαμορφώθηκαν στο περιβάλλον πρωτόγονων καλλιεργητών. Οι… … Dictionary of Greek
όσιρις — Αιγυπτιακή θεότητα, η λατρεία της οποίας απέκτησε σημασία κυρίως από τα τέλη του Αρχαίου Βασιλείου. Η προέλευση της όμως είναι πολύ πιο αρχαία: ανάγεται σε ένα τυπικό ον των μυθολογιών που διαμορφώθηκαν στο περιβάλλον πρωτόγονων καλλιεργητών. Οι… … Dictionary of Greek
Ὀσίριδα — Ὄσιρις Osiris fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀσίριδα — ὄσιρις poet s cassia fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀσίριδι — Ὄσιρις Osiris fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀσίριδι — ὄσιρις poet s cassia fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀσίριδος — Ὄσιρις Osiris fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀσίριδος — ὄσιρις poet s cassia fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὄσιρι — Ὄσιρις Osiris fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)