-
1 Ὕσιρις
A = Ὄσιρις, Hellanic.176 J. (Plu. (2.364d) derives it ἀπὸ τῆς φύσεως ( ὕσεως Salmasius) καὶ τῆς εὑρέσεως.)
См. также в других словарях:
Ύσιρις — ίριδος, ὁ, Α ο Όσιρις … Dictionary of Greek
1 Ὕσιρις
Ύσιρις — ίριδος, ὁ, Α ο Όσιρις … Dictionary of Greek