-
1 ύσεως
-
2 ὕσεως
-
3 Ὕσιρις
A = Ὄσιρις, Hellanic.176 J. (Plu. (2.364d) derives it ἀπὸ τῆς φύσεως ( ὕσεως Salmasius) καὶ τῆς εὑρέσεως.)
См. также в других словарях:
ὕσεως — ὕσεω̆ς , ὗσις a raining fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πήγνυσις — ύσεως, ἡ, Α η πήξη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. σχηματισμένος από τον ενεστ. πήγνυ μι + κατάλ. σις] … Dictionary of Greek
παράρτυσις — ύσεως, ἡ, Α [παραρτύω] 1. ετοιμασία 2. η προσθήκη αρτυμάτων και καρυκευμάτων … Dictionary of Greek
παρέκφυσις — ύσεως, ἡ, Α [έκφυσις] έκφυση κοντά σε κάποια άλλη έκφυση … Dictionary of Greek
παρένδυσις — ύσεως, ἡ, Α [παρενδύομαι] λαθραία εισβολή, κρυφή εισχώρηση … Dictionary of Greek
περίκλυσις — ύσεως, ἡ, Α [περικλύζω] 1. (ιδίως σχετικά με το σώμα) πλύσιμο ολόκληρης τής επιφάνειας, περικλυσμός* 2. καταιόνηση … Dictionary of Greek
περίλυσις — ύσεως, η, ΜΑ [περιλύω] κατάργηση, διάλυση (α. «ἀπονηστίζεσθαι τῇ τοῡ Πάσχα περιλύσει» β. «περίλυσις γάμου») αρχ. (ως κύριο όν. στον πληθ.) Περιλύσεις τίτλος έργου τού Μουσαίου … Dictionary of Greek
περίπλυσις — ύσεως, ἡ, Α [περιπλύνω] υδαρής αποπάτηση («κοιλίης περίπλυσις ἐξέρυθρος», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek
περίρρυσις — ύσεως, ἡ, Α 1. περιρροή*, το να ρέει κάτι γύρω γύρω, από παντού 2. ακατάσχετη ροή. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ρρυσις (< ῥύσις < ῥέω), πρβλ. κατά ρρυσις] … Dictionary of Greek
περίφυσις — ύσεως, ἡ, Α [περιφύω] ο σχηματισμός σύμφυσης γύρω από κάτι … Dictionary of Greek
περιήλυσις — ύσεως, ἡ, Α 1. η περιέλευση, η μετακίνηση από σημείο σε σημείο 2. η περιστροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἤλυσις «οδός, πορεία» αντί ἔλευσις (βλ. λ. ήλυσις)] … Dictionary of Greek