Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὄσιρι

См. также в других словарях:

  • Ὄσιρι — Ὄσιρις Osiris fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄσιρι — ὄσιρις poet s cassia fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Φθα — Αιγύπτιος θεός, που τον τιμούσαν στη Μέμφιδα, όπου ταυτιζόταν με τον ντόπιο θεό της γης Τα Τένεν, τον Σόκαρι και τον Όσιρι. Μετά το Νέο Βασίλειο αποτελούσε μέλος μιας τριάδας, ως σύζυγος της θεάς Σεχμέτ και πατέρας του μικρού θεού Νεφερτούμ·… …   Dictionary of Greek

  • οσιριάζω — ὀσιριάζω (Α) [Όσιρις] λατρεύω τον Όσιρι, έχω παραδοθεί στη λατρεία τού Οσίριδος …   Dictionary of Greek

  • οσιριακός — ὀσιριακός, ή, όν (Α, Μ ανωμ. θηλ. ὀσιριάς, άδος) [Όσιρις] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Όσιρι …   Dictionary of Greek

  • πάπυρος — (κύπειρος ο πάπυρος). Φυτό της οικογένειας των κυπειροειδών (μονοκοτυλήδονα) με στερεά στελέχη, όρθια και τριγωνικά, τα οποία φτάνουν σε ύψος τα 3 μ. Στην κορυφή κάθε στελέχους υπάρχουν τα φύλλα, τριχοειδή και γυρτά, που σχηματίζουν κομψές και… …   Dictionary of Greek

  • πολυόφθαλμος — ον, Α 1. (για τον Όσιρι) αυτός που έχει πολλά μάτια 2. (για φυτά) αυτός που έχει πολλούς οφθαλμούς, πολλά μπουμπούκια 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολυόφθαλμον το φυτό βούφθαλμον. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ὀφθαλμός (πρβλ. μον όφθαλμος)] …   Dictionary of Greek

  • φώτιγξ — ώτιγγος, ἡ, ΜΑ (στους Αιγυπτίους) είδος πλαγιαύλου που πιστευόταν ότι επινοήθηκε από τον Όσιρι, έναν από τους σημαντικότερους θεούς τής αρχαίας Αιγύπτου. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. λ., πιθ. δάνεια, η οποία εμφανίζει το επίθημα ιγξ το οποίο απαντά… …   Dictionary of Greek

  • Αμέντι και Αμένθης — Στην αιγυπτιακή μυθολογία ήταν η χώρα της Δύσης, ο τόπος όπου κατέληγαν οι νεκροί. Για να ξαναζήσει ο νεκρός, οι αρχαίοι Αιγύπτιοι διατηρούσαν τη μούμια μέσα στον τάφο, πιστεύοντας ότι γίνεται επιφοίτηση του διπλού (Κα = ακριβές ομοίωμα του… …   Dictionary of Greek

  • Ατούμ — Αρχαία αιγυπτιακή θεότητα που το όνομά της θα μπορούσε να σημαίνει είτε την ιδέα της ολότητας είτε την ιδέα του τίποτε. Σύμφωνα με τον μύθο της Ηλιούπολης, ο Α. δημιούργησε τον εαυτό του από το αρχικό χάος και έπειτα το ζευγάρι των θεών Σου και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»