-
1 Οσίριδος
-
2 Ὀσίριδος
-
3 οσίριδος
-
4 ὀσίριδος
-
5 διάδημα
A band or fillet: esp. band round the τιάρα worn by the Persian king, X.Cyr.8.3.13, Plu.2.488d; by Alexander, Arr.An.7.22.2; by his successors, OGI248.17(Pergam., Antiochus IV), Hdn.1.3.3; by kings generally, Plu.2.753d, D.S.20.54;δ. τῆς Ἀσίας LXX 1 Ma.13.32
.II Ὀσίριδος δ., = ἅλιμος, Ps.Dsc.1.91.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διάδημα
-
6 ἀμφιπολεύω
AἈρχ. 1910.397
([place name] Ambracia):—serve as an attendant, tend, care for (not inIl.), βίον, ὄρχατον, ἵππους, Od.18.254, 24.244, h.Merc. 568; of templeslaves, serve, have the care of,ἀμφιπολεύουσαν ἱρὸν Διός Hdt.2.56
; of the departed soul,Ὀσίριδος θῶκον Epigr.Gr.414
([place name] Alexandria);ψυχὴ σκῆπτρον Ῥαδαμάνθυος ἀ. IG14.1389i47
.2 abs., [τὰς κούρας] ἔδοσαν.. Ἐρινύσιν ἀμφιπολεύειν Od.20.78
, cf. Hes.Op. 803; hold the yearly office of ἀμφίπολος, IG12(9).906 ([place name] Cbalcis).3 c. dat., minister to, as priest, Q.S.13.270; Ἀρτέμιτι Ἐφ.Ἀρχ.l.c.;Διί IG 14.574
([place name] Centuripa); θεῷ Αὐγούστῳ ib.601 ([place name] Malta).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμφιπολεύω
-
7 ἔμβασις
A embarkation, Plb.4.10.3; place of entering,ποταμοῦ Id.3.46.1
; entrance,τῆς πλατείας Ephes.3
No.71.3 ἐμβάσεις θαλάσσης sea- bathing, Herod.Med. ap. Orib.10.8.11, cf. Alex.Aphr.Pr.1.112; bathing-place,ποταμὸς παραρρεῖ χωρίον ἔ. ἔχον παγκάλην καὶ εὐειδῆ Aristid.Or.51(27).53
.4ἔ. Ὀσίριδος εἰς τὴν σελήνην Plu.2.368c
; of planets,= ἐπέμβασις, Vett.Val.37.5 (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔμβασις
-
8 Ὄσιρις
Ὄσῑρις, ὁ,A Osiris, Hdt.2.42, etc.; gen.Ὀσείριδος IG11(4).1234
(Delos, ii B. C.),Ὀσίριος Hdt.
l. c., OGI90.10 (Rosetta, ii B. C.),Ὀσίρεως Man.
ap. J.Ap.1.26 ; dat.Ὀσίριδι IG22.1367.4
, (Canopus, iii B. C.): Ὀσίριδος ἀστήρ, = the planet Jupiter, Ach.Tat. Intr.Arat.17: [full] Ὀσῑρίειον, τό, temple of O., Sammelb.5022 ([place name] Ptolemaic) ; later [full] Ὀσῑρεῖον, Theognost.Can.129:—Verb [full] Ὀσῑριάζω, to be given to his worship, Dam. ap. Suid. s.v. Ἀσκληπιόδοτος (- ράζ- codd.):—Adj. [full] Ὀσῑριακός,τὰ -κά Plu.2.360f
: fem. Adj. [full] Ὀσῑριάς, Dam.Isid. 107; πόα, = ὄσιρις, Aët.1.304.
См. также в других словарях:
Ὀσίριδος — Ὄσιρις Osiris fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀσίριδος — ὄσιρις poet s cassia fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χενόσιρις — ίριδος, ὁ, Α αιγυπτιακή ονομασία τού κισσού («καὶ παρ Αἰγυπτίοις λέγεται χενόσιρις ὁ κιττὸς ὀνομάζεσθαι, σημαίνοντος τοῡ ὀνόματος, ὥς φασι, φυτὸν Ὀσίριδος», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αιγυπτιακό h n ỉsr «φυτό τού Οσίριδος»] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
Moralia — Plutarch Lucius Mestrius Plutarchus Μέστριος Πλούταρχος Bust of Plutarch located at the Archaeological Museum of Delphi. Born Circa 46 CE Chaeronea, Boeotia D … Wikipedia
Œuvres morales — Les Œuvres morales ou Moralia (en grec ancien Ἠθικὰ / Ethikà, en latin Moralia) sont un ensemble éclectique de textes grecs de Plutarque (Ier IIe siècle). Ils traitent de différents sujets qui peuvent être d’ordre religieux ou éthique,… … Wikipédia en Français
Moralia (Obras morales y de costumbres) — Diálogo Sobre la música de Plutarco, 1735. Moralia (en griego antiguo Ἠθικά Ethikà) son los restos supervivientes de la obra de Plutarco recopilados bajo dicho título latino (también traducidos como Obras morales y de costumbres). Dicho… … Wikipedia Español
Моралии (Плутарх) — Моралии (Ἠθικά или «Moralia») общее название, под которым известны философско публицистические сочинения древнегреческого писателя Плутарха. Вопрос подлинности тех или иных сочинений долго обсуждался в науке, но ещё не получил окончательного… … Википедия
Όμφις — Ὄμφις, ὁ (Α) (ως προσωνυμία τού Οσίριδος) ευεργέτης … Dictionary of Greek
Ώρος — Θεός των Aιγυπτίων με μορφή γερακιού, που λατρευόταν ποικιλοτρόπως σε διάφορες περιοχές της Αιγύπτου. Αρχικά ήταν μία ουράνια θεότητα, που είχε για μάτια τον Ήλιο και τη Σελήνη και οι πτέρυγές της άγγιζαν τα σύνορα της Γης. Η λατρεία του, η οποία … Dictionary of Greek
Νέφθυς — Αιγυπτιακή θεότητα κατά την αρχαιότητα. Ήταν κόρη του Σεβ (Γη) και της Νουτ (Ουρανού), σύζυγος του Σετ, από τον οποίο γέννησε τον Άνουβη, και αδελφή του Όσιρη και της Ίσιδας. Στον περίφημο μύθο του Όσιρη, ο οποίος κατατεμαχίστηκε από τον Σετ, η Ν … Dictionary of Greek