Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ὄνου

См. также в других словарях:

  • όνου σκιάς δίκη — Περίφημη παροιμιώδης φράση των αρχαίων Ελλήνων, που λέγεται για όσους φιλονικούν ανόητα. Η φράση αναφέρεται στον ακόλουθο μύθο: Ένας Αθηναίος έμπορος νοίκιασε έναν γάιδαρο και ξεκίνησε για τα Μέγαρα. Επειδή κουράστηκε στη διαδρομή, θέλησε να… …   Dictionary of Greek

  • ὄνου — ὄνος white chested masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὄνου χρείαν τραχύτης ὄδοῦ, καὶ φίλον εὔνουν αἱ συμφοραὶ διακρίνουσιν. — См. Только в беде друга узнаешь …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Περὶ ὄνου σκιᾶς. — (μάχεσθαι). См. Спорят: старик со старухой на зиму печку делят …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • όνος — ο (ΑΜ ὄνος, Α και ὄνος, ή) 1. λόγια ονομασία τού γαιδάρου 2. γένος ψαριών, αλλ. ονίσκος 3. στον πληθ. ως κύριο όν. Όνοι αστρον. δύο αστέρες που ανήκουν στον αστερισμό τού Καρκίνου 4. φρ. α) «όνου σκιά» καθετί το ανύπαρκτο ή ευτελές και ασήμαντο… …   Dictionary of Greek

  • Liste griechischer Phrasen/My — My Inhaltsverzeichnis 1 Μαιευτική τέχνη …   Deutsch Wikipedia

  • Metanoeite — My Inhaltsverzeichnis 1 Μαιευτική τέχνη …   Deutsch Wikipedia

  • Störe meine Kreise nicht! — My Inhaltsverzeichnis 1 Μαιευτική τέχνη …   Deutsch Wikipedia

  • осьлии — (12) пр. 1.Относящийся к осьлъ: челюстью ѡслею •а҃• мѹжь изби и водѹ ѿ челюсти питъ (ὄνου) ГА XIV1, 75в; погрѣбаниѥмъ ѡслемь погребенъ бѹдеть (ὄνου) Там же, 111б; и бы(с) гладъ велии, ˫ако продатисѧ главѣ ѡсли на [в изд. ѡслина] •л҃• сребрьникъ.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ASINUS — prodest, ut Plin. ait l. 8. c. 43. operâ sine dubio geruli mirificâ, arando quoque, sed mularum maxime generatione. Vide supra. At Seythis Marti olim mactatus; vide infra Sol: quemadmodum eôdem Iovi, Marti, Bellonae et Plutoni litavêre Bohemi,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • πόκος — ὁ, ΝΜΑ, αιολ. τ. πόκτος, ετεροκλ. πληθ. πόκες και πόκαι, αί, Α ακατέργαστο μαλλί κουρεμένου προβάτου αρχ. 1. κοτσίδα κατεργασμένου ερίου, τουλούπα μαλλιού 2. παροιμ. α) «εἰς ὄνου πόκας» σε μέρος που κουρεύουν τα γαϊδούρια, δηλ. πουθενά β) «ὄνου… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»