-
1 οἰνο-τρόφος
οἰνο-τρόφος, Wein nährend, tragend, ὄμφαξ, Ep. ad. 386 (IX, 375).
-
2 οἰνοτρόφος
οἰνο-τρόφος, ον,A rearing or bearing wine, AP9.375.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰνοτρόφος
-
3 οἰνοτρόφος
οἰνο-τρόφος, Wein nährend, tragend -
4 οινοτροφος
См. также в других словарях:
σαρκοτρόφος — ον, ΜΑ αυτός που προάγει ή παράγει τη σάρκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. ιχθυο τρόφος, οινο τρόφος] … Dictionary of Greek
οινοτρόφος — οἰνοτρόφος, ον (Α) (ποιητ. τ.) αυτός που τρέφει ή παράγει οίνο («οἰνοτρόφον ὄμφακα Βάκχου», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. κτηνο τρόφος] … Dictionary of Greek