Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὄλυνθον

См. также в других словарях:

  • Ὄλυνθον — Ὄλυνθος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄλυνθον — ὄλυνθος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μπλόθος — ο άγουρο σύκο. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αμάρτυρο *ὠμ όλυνθον < ὠμός + ὄλυνθος «σύκο»] …   Dictionary of Greek

  • υπεκκομίζω — Α 1. μεταφέρω κρυφά έξω ή μακριά («ὑπεκκομίζει ἐς Ὄλυνθον... παῑδας καὶ γυναῑκας τῶν Σκιωνέων», Θουκ.) 2. μέσ. ὑπεκκομίζομαι μεταφέρω κάτι κρυφά διά μέσου ενός άλλου («ὑπεξεκομίσαντό τε πάντα καὶ αὐτοὶ διέβησαν ἐς Σαλαμῑνα», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»