-
121 εὔ-φρων
εὔ-φρων, ον, 1) gutes, frohes, heiteres Sinnes, Il. 15, 99; ϑυμός Od. 17, 531; Soph. frg. 517; Pind. u. a. D. – 2) erfreuend, erheiternd, angenehm, οἶνον ἐΰφρονα καρπὸν ἀρούρης Il. 3, 246, wie Hes. O. 774; εὔφρων πόνος εὖ τελέσασι Aesch. Ag. 780; ὦ φέγγος εὖφρον ἡμέρας 1559; χαίρουσ' εὔφρονι μολπῇ Eur. Alc. 590, vgl. Troad. 547 Cycl. 505. – 3) wohlwollend, gnädig, ϑεὸς εὔφρων εἴη εὐχαῖς Pind. Ol. 4, 13, vgl. 2, 16; Ἀπόλλων ἐμοὶ ξυνείης διὰ παντὸς εὔφρων Soph. Ai. 691 ch., vgl. El. 158; ϑεὸς γὰρ οὐκ ἤχϑηρεν ὡς εὔφρων ἔφυ Aesch. Pers. 758; ψῆφον εὔφρον' ἔϑεντο Suppl. 631, öfter; sp. D., εὔφρονες δαίμονες Ap. Rh. 4, 1411. – 41 πῶς εὔφρον' εἴπω, verständig, Aesch. Ch. 80, vgl. Suppl. 373; εἴϑ' εἶχε φωνὴν εὔφρονα Ch. 193, hell, leicht zu verstehen. – Adv. εὐφρόνως, heiter, froh, Pind. P. 10, 40; verständig, λέγειν Aesch. Ag. 342; wohlwollend, 823; Eur. Hipp. 793.
-
122 εὔ-θυρσος
εὔ-θυρσος, mit schönem Thyrsusstabe, νάρϑηξ Eur Bacch. 1158; κυδοιμός Nonn. 13, 728. im Ggstz des στρογγύλος, Plat. Men. 75 a Parm. 137 e, wo es erklärt wird: οὗ ἂν τὸ μέσον ἀμφοῖν τοῖν ἐσχάτοιν ἐπίπροσϑεν ᾐ (nach Euclid. εὐϑεῖα γραμμή, ἥτις ἐξίσου τοῖς ἐφ' ἑαυτοῖς σημείοις κεῖται); dem καμπύλος entgeggstzt, Rep. X, 602 c; εὐϑεῖα ὁδός Pind. N. 1, 25; ὁδους εὐϑείας τέμνειν, gerade Straßen anlegen, Thuc. 2, 100; εὐϑυτέρα ὁδός Xen. Cyr. 1, 3, 3; auch ἡ εὐϑεῖα allein = der gerade Weg, Luc. Hermot. 15; = die gerade Linie, Arist. coel. 2, 4; εὐϑείᾳ περαί. νειν Plat. Legg. IV, 716 a; vgl. Eur. Med. 384; ἐπ' εὐϑείας προάγειν D. Sic. 19, 38; a. Sp.; ἀπ' εὐϑείας, geradezu, Plut. Fab. 3; ἐπὶ τῆς αὐτῆς εὐϑείας ἐκτείνειν, auf derselben Linie, Pol. 3, 113, 3; πλόος, Pind. Ol. 6, 103; εἰς τὸ εὐϑὺ βλέπειν, gerade vor sich hinsehen, Xen. Equ. 7, 17; ἡ εἰς τὸ εὐϑὺ ὁδός Luc. Zeux. 10. – Uebertr., gerade, offen, aufrichtig, gerecht; τόλμα Pind. Ol. 13, 12; δίκη N. 10, 12, wie Aesch. Eum. 411; πόνος Pind. Ol. 11, 67; οὐδὲν εὐϑύ, διὰ τὸ ἄνευ ἀληϑείας τεϑράφϑαι, Plat. Gorg. 525 a; καὶ τὸ ἐλεύϑερον, dem sklavischen Sinne entgeggstzt, Theaet. 173 a; ἐκ τοῦ εὐϑέος, im Ggstz von ἀπάτη, Thuc. 1, 34; ἀπὸ τοῦ εὐϑέος λέγειν, eben so, 3, 43, gerade heraus, offen reden; τὸν εὐϑὺν ἐξειπόντες ἀμφὶ σοῦ λόγον Eur. Hipp. 492, vgl. εὐϑεῖαν λόγων τέμνων κέλευϑον Rhes. 422; εὐϑείαις ῥήτραις ἀνταπαμείβομαι Tyrt. bei Plut. Lyc. 6; συντόμως καὶ ἁπλῶς καὶ δι' εὐϑείας φράζειν Plut. de Pyth. Or. 29; ἐκ τοῦ εὐϑέος δεόμενος, im Ggstz von ἀπάτῃ, Thuc. 1, 34 ( ἀντιλέγειν Arr. An. 5, 27, 5), wie ἀπὸ τοῦ εὐϑέος λέγειν, im Ggstz von ἀπάτῃ προςάγεσϑαι, 3, 43; von δι' αἰνιγμάτων, Paus. 8, 8, 2. – Bei den Gramm. ist ἡ εὐϑεῖα, sc. πτῶσις, der Nominativ. – Adv. εὐθύς, al vom Orte, gew. εὐϑύ (w. m. s.), geradezu, ἐς Πύλον εὐϑὺς ἐλῶντα H. h. Merc. 255; εὐϑὺς ἰών Pind. P. 4, 83; εὐϑὺς ἐπὶ τὴν γέφυραν, in einem Vertrage bei Thuc. 4, 118; εὐϑὺς πρὸς τὰ βασίλεια Xen. Cyr. 2, 4, 24; auch χωρίου ὑπὲρ τῆς πόλεως εὐϑὺς κειμένου, gerade oberhalb der Stadt, Thuc. 6, 96; τινός, gerade auf Etwas los, Eur. Hipp. 1197 u. Thuc. 8, 96, wo Lob. εὐϑύ ändert; εὐϑὺς τοῦ Πειραιῶς κατέσχον Polyaen. 4, 7, 6. – b) von der Zeit, sog leich, gerades Weges, ohne Umstände; ἔννεπεν εὐϑύς Pind. Ol. 8, 41; εὐϑὺς ὡς ἤκουσεν Aesch. Pers. 353; εὐϑὺς γενέσϑω πορφυρόστρωτος πόρος Ag. 884, öfter, wie die anderen Tragg.; in Prosa, εὐϑὺς εἴσω ᾔει Plat. Prot. 310 b, εὐϑὺς κατ' ἀρχάς Tim. 24 c; bes. εὐϑὺς ἐκ νέου, ἐκ παιδός, von Jugend auf, Rep. VI, 485 d VII, 519 a; auch εὐϑὺς νέῳ ὄντι, Conv. 178 c; νέων ὄντων εὐϑὺς τῶν παίδων Legg. VII, 788 d; vgl. εὐϑὺς ἔτι βρέφος Eur. Phoen. 652; ἀρξάμενοι εὐϑὺς ἀπὸ τῶν Thuc. 1, 146; εὐϑὺς ἐκ παιδίου Xen. Cyr. 1, 6, 20; noch gewöhnlicher εὐϑὺς νέοι ὄντες, sogleich von Jugend auf, Thuc. 2, 39; εὐϑὺς μειράκιον ὤν Xen. An. 2, 6, 18; so öfter mit dem partic., sobald als, προςέβαλλεν εὐϑὺς ἥκων, sobald er angekommen war, griff er sogleich an, An. 4, 7, 2; εὐϑὺς ἀπαλλαττομένη τοῦ σώματος, sobald sie sich vom Körper trennt, Plat. Phaed. 70 a; ἰδὼν εὐϑὺς παρακελεύομαι Conv. 221 a, öfter, wie Folgde; εὐϑὺς παραχρῆμα Dem. 48, 40 u. A.; – ἡ εὐϑὺς φυγή, die plötzliche Flucht, Hdn. 8, 1, 10. – c) zur Anführung eines Beispiels, wie auch wir gleich brauchen (vgl. αὐτίκα), bes. bei Sp. Vgl. Xen. Mem. 2, 6, 32 Hier. 1, 35; οἷον εὐϑύς vrbdí Plut. def. orac. 47. Vgl. oben εὐϑέως.
-
123 δυς-πονής
δυς-πονής, ές, Homer einmal, Odyss. 5, 493 ἵνα μιν παύσειε τάχιστα δυσπονέος καμάτοιο, die durchschwere Arbeitbewirkte Ermüdung, s. s. v. v. πόνος, πονέω, πένομαι. Bei Plutarch. Vit. et poes. Hom. B cap. 207 wird die Stelle Odyss. 5, 493 so angeführt; ἵνα μιν παύσειε τάχιστα δυσπραγέος καμάτοιο, wobei - γέος mit Synizese zu lesen.
-
124 δύς-θηρος
-
125 μετα-μέλω
μετα-μέλω (s. μέλω), act. nur 3. Person; μεταμέλει μοι, es gereuet mich, πόνος, Aesch. Eum. 741; οἶμαι δέ σοι ταῦτα μεταμελήσειν, Ar. Nubb. 1098; τῷ Ἀρίστωνι μετέμελε τὸ εἰρημένον, Her. 6, 63; und mit dem gen. der Sache, ὡς ἐκείνοις μὲν τότε μεταμέλει ὧν ἂν εὖ ποιήσωσιν, Plat. Phaedr. 231 a; Xen. Cyr. 5, 1, 22; Sp., οὐ μεταμέλει μοι τῆς αἱρέσεως, Luc. Hermot. 21. – Zum dat. der Person tritt ein partic., welches den Gegenstand der Reue ausdrückt, μετεμέλησέ σφι ταῦτα ποιήσασι, sie bereu'ten dies gethan zu haben, Her. 1, 130; μετεμέλησέ οἱ τὸν Ἑλλήςποντον μαστιγώσαντι, 7, 54, es reu'te ihn den Hellespont gepeitscht zu haben; οὔτε νῦν μοι μεταμέλει οὕτως ἀπολογησαμένῳ, Plat. Apol. 38 e; das partic. neutr., μεταμέλον αὐτοῖς, da sie es bereu'ten, Phaed. 113 e, wie Isocr. 18, 60, τῶν μὲν ἀνηλωμένων μεταμέλον αὐτοῖς. – Med. μεταμέλομαι, fut. μεταμελήσομαι, Reue haben, theils absolut, Xen. Cyr. 4, 6, 5, εἰς τὸ μεταμελησόμενον προϊέναι Mem. 2, 6, 23, die Reue, theils c. partic., μετεμέλοντο οὐκ ἀναστάντες, sie bereu'ten nicht aufgestanden zu sein, Thuc. 7, 50, vgl. 4, 27; τινί und ἐπί τινι, Plut. Timol. 6 u. öfter; περί τινος, Phalar. – Wie das act. construirt, μεταμέλεσϑαι πολλάκις αὐτοῖς, Plat. Dem. 382 d. – Uebh. = seinen Vorsatz, seine Meinung ändern, Pol. 4, 50, 6. 25, 5, 11.
-
126 δεμνιο-τήρης
δεμνιο-τήρης, ὁ, das Bett hütend, Aesch. Ag. 1424; πόνος ὀρταλίχων, die Nest hütende Mühe, 53.
-
127 μνησι-πήμων
μνησι-πήμων, ον, an das Unglück gedenkend, πόνος, Aesch. Ag. 173, oder aus der Erinnerung an das Leid entstehend.
-
128 δουλο-πρεπής
δουλο-πρεπής, ές, einem Sklaven geziemend; πόνος Her. 1, 126; von knechtischer, niedriger Gesinnung, gemeinem Betragen; Plat. Gorg. 485 b; dem ἐλευϑέριος entgegengesetzt, Xen. Mem. 2, 8, 4; καὶ κολακευτικός Luc. Necyom. 14. – Adv., δο υλοπρεπῶς, Dio Cass. 51, 15 u. A.
См. также в других словарях:
πόνος — work masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόνος — Δυσάρεστη αίσθηση, στη γένεση της οποίας γίνεται αποδεκτή η συμμετοχή περιφερειακών νευρικών στοιχείων ποικίλης διαφοροποίησης, και κεντρικών νευρικών στοιχείων, τα οποία συντονίζουν τα ερεθίσματα που προέρχονται από την περιφέρεια. Ένα επώδυνο… … Dictionary of Greek
πόνος — ο 1. άλγος σωματικό ή ψυχικό: Έχω πόνο στο στομάχι. – Μεγάλος ο πόνος της ξενιτιάς. 2. συμπόνια, λύπη για τους άλλους: Δε νιώθει πόνο για τους δικούς του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγγειαλγία — Πόνος σε κάποιο σημείο ενός αγγείου του αιμοφόρου ή του λεμφικού συστήματος, χωρίς να υπάρχει φανερή οργανική βλάβη. Λέγεται και αγγειοαλγία. * * * η πόνος αγγείου ή λεμφαγγείου, χωρίς να υπάρχει καταφανής βλάβη του … Dictionary of Greek
μεταταρσαλγία — Πόνος στο μετατάρσιο του ποδιού, που προκαλείται από βλάβη του υποκείμενου προστατευτικού ιστού ανάμεσα στα οστά και στο δέρμα. Συχνά είναι αποτέλεσμα άσκησης σε σκληρές επιφάνειες με παπούτσια που δεν παρέχουν αρκετή στήριξη. * * * η ιατρ. πόνος … Dictionary of Greek
πόνω — πόνος work masc nom/voc/acc dual πόνος work masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λουμπάγκο — Πόνος στο κάτω μέρος της πλάτης που συνοδεύεται από δυσκαμψία, δυσκινησία και μυϊκό σπασμό. Είναι αιφνιδιαστικός και οξύς και εισβάλλει, όταν ο ασθενής λυγίζει τη μέση του, σηκώνει βάρος ή εκτίθεται σε υγρασία και κρύο. Συνήθως οφείλεται σε… … Dictionary of Greek
πόνε — πόνος work masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόνοι — πόνος work masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόνοιο — πόνος work masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόνοις — πόνος work masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)