-
1 δουλο-πρεπής
δουλο-πρεπής, ές, einem Sklaven geziemend; πόνος Her. 1, 126; von knechtischer, niedriger Gesinnung, gemeinem Betragen; Plat. Gorg. 485 b; dem ἐλευϑέριος entgegengesetzt, Xen. Mem. 2, 8, 4; καὶ κολακευτικός Luc. Necyom. 14. – Adv., δο υλοπρεπῶς, Dio Cass. 51, 15 u. A.
-
2 δουλοπρεπής
δουλο-πρεπής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δουλοπρεπής
-
3 δουλοπρεπής
δουλο-πρεπής, ές, einem Sklaven geziemend; von knechtischer, niedriger Gesinnung, gemeinem Betragen; dem ἐλευϑέριος entgegengesetzt -
4 δουλοπρεπης
21) подобающий рабам, рабский(πόνος Her.; βίος Arst.)
2) перен. неблагородный, низкий, грубый, подлый Xen., Plat., Luc., Plut.
См. также в других словарях:
καινοπρεπής — ές (Α καινοπρεπής, ές) αυτός που έχει νέα ή ασυνήθιστη εμφάνιση («καινοπρεπή σχήματα») αρχ. 1. (για πρόσ., όπως για κατηγορία κατά τού Φιλίππου) αυτός που μοιάζει με αρχάριο, ο αδέξιος («καινοπρεπέστερος ἑαυτοῡ ὑπὸ ὀψιμαθείας», Πλούτ.) 2. το ουδ … Dictionary of Greek
κοσμοπρεπής — κοσμοπρεπής, ές (Α) αυτός που αρμόζει στο σύμπαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + πρεπής (< πρέπω), πρβλ. γυναικο πρεπής, δουλο πρεπής] … Dictionary of Greek
κτηνοπρεπής — κτηνοπρεπής, ές (AM) αυτός που αρμόζει σε κτήνος, κτηνώδης αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ κτηνοπρεπές η κτηνωδία. επίρρ... κτηνοπρεπῶς (AM) όπως αρμόζει σε κτήνος, κτηνωδώς αρχ. παραλόγως. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + πρεπής (< πρέπω), πρβλ. αρχαιο πρεπής … Dictionary of Greek
ξενοπρεπής — ές (ΑΜ ξενοπρεπής, ές) 1. αυτός που αρμόζει σε ξένους 2. παράδοξος, ασυνήθιστος. επίρρ... ξενοπρεπώς (Α ξενοπρεπῶς) με ξενοπρεπή τρόπο, όπως αρμόζει σε ξένους ή όπως συνηθίζεται από ξένους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + πρεπής (< πρέπω), πρβλ. δουλο… … Dictionary of Greek