-
1 οπόσος
-
2 ὁπόσος
-
3 ὁπόσος
ὁπόσος, [dialect] Ep. [full] ὁππόσος Od.14.47, [full] ὁπόσσος 22.220, Il.23.238 (also [full] ὁπόσος 24.7), [full] ὁπόσσος also Berl.Sitzb.1927.160 ([place name] Cyrene), IG42(1).121.109 (Epid., iv B. C.); [dialect] Ion. [full] ὁκόσος; Cret. and [dialect] Boeot. [full] ὁπόττος Leg.Gort.4.40, al., IG7.522.19 (iii B. C.), etc.: correlat. to πόσος: freq. in IG12, but replaced by ὅσος in [dialect] Att. Inscrr. after 300 B.C.:I as Relat., like ὅσος, of Number, as many, as many as..,ὁπόσα τολύπευσε σὺν αὐτῷ Il.24.7
;πᾶσι θεοῖς.., ὁπόσοι τὴν Διὸς αὐλὴν εἰσοιχνεῦσιν A. Pr. 121
(anap.), cf. 411, Th. 927 (both lyr.);τοσαῦτα ὁπόσα σοι φίλον Pl.Lg. 642d
;ὁπόσους πλείστους ἐδυνάμην X.Cyr.4.5.29
, etc.: in Prose freq. ὁ. ἄν with subj., ὁπόσοις ἂν δοκῇ Foed. ap. Th.4.118, cf. Pl.Sph. 245d, etc.2 of Quantity, as much as, of Size or Space, as great as, ὁπόσσον ἐπέσχε as far as it spread, Il.23.238 ; χθόνα.., ὁπόσαν καὶ φθιμένοισιν κατέχειν as much as is allowed the dead to occupy, A. Th. 732 (lyr.);ὁπόσην τῆς χώρας X.Oec.4.8
: Adverbial in dat.,ὁπόσῳ πλέον.., τοσούτῳ πλειόνων κτλ. Pl.Lg. 649b
.3 with indefinite Particles added, ὁποσοσοῦν how great or much soever, Th.4.37,6.56, Pl.Sph. 245d : [dialect] Ion. dat. pl.,ὁκόσῃσι ὦν Hdt.5.20
; soὁπόσῳ δήποτε D.21.39
;ὁποσοιδηποτοῦν Euc.9.12
, al. ; , X.Oec.4.5 ; for however large a price,Lys.
22.15.II in indirect questions,ὄφρα.. εἴπῃς ὁππόσα κήδε' ἀνέτλης Od.14.47
;ὁπόσαι ψάμαθοι κλονέονται, καθορᾷς Pi.P.9.46
;εἰπὲ.. ὁκόσοι τοιοῦτοι [εἰσί] Hdt.7.234
; διαλογισώμεθα.. ὁπόσα.. πέφανται how many things he has been found to be, Pl.Sph. 231d ;ἠρώτων τὸ στράτευμα, ὁπόσον εἴη X.An.4.4.17
, cf. Pl.Sis. 388e ; ἤρετο ὁπόσου asked for how much, at what price, Timocl.11.9. -
4 ὁπόσος
ὁπόσος, ep. ὁππόσος u. ὁπόσσος, Sp. auch ὁππόσσος, correl. zu πόσος, relativ u. indirect fragend, wie groß, wie viel; ὁπόσα τολύπευσε σὺν αὐτῷ, Il. 24, 7; ὁππόσα κήδε' ἀνέτλης, Od. 14, 47; κτήματ' ὁπόσσα τοί ἐστι, 22, 220; ὁπόσαι δαπάναι, Pind. I. 4, 64; χὡπόσαι, P. 9, 47; Aesch. Pers. 121, öfter; Soph. Ant. 214; ὁπόσαι τῶν τεχνῶν νῦν εἴρηνται, Plat Polit. 288 d; Soph. 231 c u. öfter; – mit ἄν und conj., wie viel auch immer; ὁπόσον ἂν ᾖ, τοσοῦτον ὅλον ἀναγκαῖον εἶναι, Plat. Soph. 245 d; ὁπόσον ἂν κελεύῃ τις, τοσοῦτον ἐκπιών, Conv. 214 a; Crat. 385 d u. öfter (vgl. Xen. An. 2, 2, 21. 7, 2, 361; ὁπόσῳ πλέον ἄν – τοσούτῳ μᾶλλον, je – desto, Legg. I, 647 e; – c. opt., in indirecter Form der Rede, Xen. An. 1, 2, 1, u. zum Ausdrucke der wiederholten Handlung in der Vergangenheit, ὁπόσον δὲ προδιώξειαν οἱ Ἕλληνες, τοσοῦτον πάλιν ἐπαναχωρεῖν μαχομένους ἔδει, ibd. 3, 3, 10, vgl. 5, 1, 16.
-
5 οποσος
эп. тж. ὁππόσος и ὁπόσσος, ион. ὁκόσος 31) сколь многочисленный(κτήματα, ὁπόσσα τοί ἐστι Hom.)
τοσαῦτα, ὁπόσα σοι φίλον Plat. — столько, сколько тебе угодно;ἤγαγον ὁπόσους ἐγὼ πλείστους ἐδυνάμην Xen. — я привел стольких, сколько только мог;εἴ τίς σε ἔροιτο, τὰ τρὴς ἑπτακόσια ὁ. ἐστὴν ἀριθμός Plat. — если бы кто-л. тебя спросил, сколько будет трижды семьсот;ὁπόσοι ἱκανοὴ ἦσαν Xen. — (столько), сколько нужно было2) сколь большой, насколько обширныйὁπόσσον ἐπέσχε πυρὸς μένος Hom. — все, что охвачено огнем;
-
6 ὁπόσος
a rel., =ὅσος. ἀλλὰ κρέμαται ὁπόσα χεριαρᾶν τεκτόνων δαίδαλ' ἄγων Κρισαῖον λόφον ἄμειψεν P. 5.35
οὔτοι τετύφλωται μακρὸς μόχθος ἀνδρῶν οὐδ' ὁπόσαι δαπάναι ἐλπίδων ἔκνιξ ὄπιν† I. 5.57b introducing indir. quest. “ὅσσα τε χθὼν ἠρινὰ φύλλ' ἀναπέμπει, χὠπόσαι ἐν θαλάσσᾳ καὶ ποταμοῖς ψάμαθοι κλονέονται, εὖ καθορᾷς” P. 9.46 -
7 ὁπόσος
ὁπόσος, ὁπόσσος, ὁππόσος: how great, how much, how many.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὁπόσος
-
8 ὁπόσος
ὁπόσος, wie groß, wie viel; wie viel auch immer; zum Ausdrucke der wiederholten Handlung in der Vergangenheit -
9 ὁπόσος
ὁπόσος, η, ον (Hom. et al.; ins; PHal 1, 206; BGU 1074, 6; Jos., Ant. 16, 351; 17, 30; SibOr 3, 480; Just., A I, 23, 1; Ath., R. 23 p. 76, 31 πᾶν ὁπόσον) interrogative ref. to degree of quantity or quality, how great, how much neut. ὁπόσον (SIG 400, 18) how much ὁπ. δίκαιός ἐστιν how righteous he is GPt 8:28 (ms.: οτιποσον).—DELG s.v. πο-. Frisk s.v. πόσο. -
10 οπόσος
η, ο[ν] уст. какой большой, сколь большой, сколь многочисленный и т. п. -
11 ὁπόσος
-
12 ὁπόσος-περ
ὁπόσος-περ, wie viel auch, Plat. Legg. VI, 753 b.
-
13 ὁποσος-τις-οῦν
ὁποσος-τις-οῦν, wie viel auch immer, z. B. ὁποσουτινοςοῦν πριάμενοι, Lys. 22, 15.
-
14 ὁποσος-οῦν
ὁποσος-οῦν, wie viel auch immer; Thuc. 6, 56; Plat. Soph. 245 d; Luc. Iup. conf. 17.
-
15 ὁπόσσος
ὁπόσος, ὁπόσσος, ὁππόσος: how great, how much, how many.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὁπόσσος
-
16 ὁππόσος
ὁπόσος, ὁπόσσος, ὁππόσος: how great, how much, how many.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὁππόσος
-
17 ὁποσοςοῦν
-
18 ὁπόσοςπερ
-
19 ὁποσοςτιςοῦν
-
20 οππόσ'
ὁππόσε, ὁπόσεepic (indeclform adverb)ὁππόσα, ὁπόσοςas many: neut nom /voc /acc pl (epic)ὁππόσε, ὁπόσοςas many: masc voc sg (epic)ὁππόσαι, ὁπόσοςas many: fem nom /voc pl (epic)ὁππόσᾱͅ, ὁπόσοςas many: fem dat sg (epic doric aeolic)
См. также в других словарях:
ὁπόσος — as many masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οπόσος — η, ο (ΑΜ ὁπόσος, Α και δ. γρφ. ὁππόσσος, επικ. τ. ὁππόσος και ὁπόσσος, κρητ. και βοιωτ. τ. ὁπόττος, ιων. τ. ὁκόσος, η, ον) (αντων.) 1. όσο πολύς, όσο μεγάλος 2. (για αριθμό, ποσότητα, μέγεθος, διάστημα) πόσο πολύς, πόσο μεγάλος 3. τόσο πολύς,… … Dictionary of Greek
ὁκόσα — ὁπόσος as many neut nom/voc/acc pl (ionic) ὁκόσᾱ , ὁπόσος as many fem nom/voc/acc dual (ionic) ὁκόσᾱ , ὁπόσος as many fem nom/voc sg (doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁππόσα — ὁπόσος as many neut nom/voc/acc pl (epic) ὁππόσᾱ , ὁπόσος as many fem nom/voc/acc dual (epic) ὁππόσᾱ , ὁπόσος as many fem nom/voc sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁπόσα — ὁπόσος as many neut nom/voc/acc pl ὁπόσᾱ , ὁπόσος as many fem nom/voc/acc dual ὁπόσᾱ , ὁπόσος as many fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁπόσσα — ὁπόσος as many neut nom/voc/acc pl (epic) ὁπόσσᾱ , ὁπόσος as many fem nom/voc/acc dual (epic) ὁπόσσᾱ , ὁπόσος as many fem nom/voc sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁκόσαι — ὁπόσος as many fem nom/voc pl (ionic) ὁκόσᾱͅ , ὁπόσος as many fem dat sg (doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁκόσον — ὁπόσος as many masc acc sg (ionic) ὁπόσος as many neut nom/voc/acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁκόσων — ὁπόσος as many fem gen pl (ionic) ὁπόσος as many masc/neut gen pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁππόσαι — ὁπόσος as many fem nom/voc pl (epic) ὁππόσᾱͅ , ὁπόσος as many fem dat sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁππόσον — ὁπόσος as many masc acc sg (epic) ὁπόσος as many neut nom/voc/acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)