-
1 οππόθ'
-
2 ὁππόθ'
-
3 ὅπποθ(ι)
ὅπποθ(ι): where.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὅπποθ(ι)
-
4 δέχομαι
δέχομαι, [dialect] Ion., [dialect] Aeol., Cret. [full] δέκομαι, Hdt.9.91, Sapph.1.22, Pi.O.2.69, [tense] impf.Aἐδεκόμην Hdt.3.135
: [tense] fut. δέξομαι, [dialect] Ep. alsoδεδέξομαι Il.5.238
, also in AP5.8 (Rufin.), Aristid.Or.28(49).24; ([place name] Chersonesus); δεχθήσομαι (in pass. sense) LXXLe.22.25: [tense] aor.ἐδεξάμην Il.18.238
, etc.,δεξάμην Pi.P.4.70
; also ἐδέχθην ([etym.] ὑπ-) E.Heracl. 757(lyr., δεχθείς in pass.sense), J.AJ18.6.4, ([etym.] εἰς-) D.40.14 ([voice] Pass.): [tense] pf.δέδεγμαι Il.4.107
, Pi.P.1.100, etc.; imper. δεδεξο Il.5.228, pl. ; [dialect] Ion. [ per.] 3pl.ἀπο-δεδέχαται Hdt.2.43
, al.:— Hom. also has [dialect] Ep. [tense] impf.ἐδέγμην Od.9.513
, [ per.] 3sg.δέκτο Il.15.88
, al., laterἔδεκτο Pi.O.2.54
, Simon.184; imper.δέξο Il.19.10
, pl.δέχθε A.R.4.1554
; inf. ; part.δέγμενος Il.18.524
(alsoδέχμενος Hsch.
); also a [ per.] 3pl. [tense] pres.δέχαται Il.12.147
; cf. προτίδεγμαι, and v. δεδοκημένος:—I of things as the object, take, accept, receive, etc.,ἄποινα 1.20
, etc.;μισθὸν τῆς φυλακῆς Pl.R. 416e
;φόρον Th.1.90
;δ. τι χείρεσσι Od.19.355
;τὸ διδόμενον παρά τινος Pl.Grg. 499c
;τι ἐν παρακαταθήκῃ παρά τινος Plb.33.6.2
, etc.; δ. τί τινι receive something at the hand of another,δέξατό οἱ σκῆπτρον πατρώϊον Il.2.186
, cf. IG12(3).1075(Melos, vi B. C.), etc.; accept as legal tender, ([place name] Gortyn);τι παρά τινος Il.24.429
;τι ἔκ τινος S. OT 1107
(lyr.);τί τινος Il.1.596
, 24.305, S.OT 1163; also δ. τί τινος receive in exchange for..,χρυσὸν φίλου ἀνδρὸς ἐδέξατο Od.11.327
; choose,τι δ. πρό τινος Pl.Lg. 729d
;μᾶλλον δ. τι ἀντί τινος Id.Grg. 475d
: c. inf., prefer,δεξαίμην ἂν πάσας τὰς ἀσπίδας ἐρριφέναι ἢ.. Lys. 10.21
, cf. Pl.Phlb. 63b;δ. μᾶλλον.. X.HG5.1.14
, Smp.4.12;οὐδεὶς ἂν δέξαιτο φεύγειν Th.1.143
;Ὀρφεῖ συγγενέσθαι ἐπὶ πόσῳ ἄν τις δέξαιτ' ἂν ὑμῶν; Pl.Ap. 41a
;οὐκ ἂν δεξαίμην τι ἔχειν And.1.5
.b catch, as in a vessel,ὀπὸν.. κάδοις δ. S.Fr.534.3
.2 of mental reception, take, accept without complaint,χαλεπόν περ ἐόντα δεχώμεθα μῦθον Od.20.271
;κῆρα δ' ἐγὼ τότε δέξομαι Il.18.115
.b accept graciously,τοῦτο δ' ἐγὼ πρόφρων δ. 23.647
; of the gods,ἀλλ' ὅ γε δέκτο μὲν ἱρά 2.420
; προσφιλῶς γέρα δ., of one dead, S.El. 443;τὰ σφάγια δ. Ar.Lys. 204
, cf. Pi.P.5.86; τὸ χρησθέν, τὸν οἰωνὸν δ., accept, hail the oracle, the omen, Hdt.1.63, 9.91;δέχου τὸν ἄνδρα καὶ τὸν ὄρνιν Ar.Pl.63
;δ. τὰ ἀγαθά IG22.410
,al.;ἐδεξάμην τὸ ῥηθέν S.El. 668
: abs., , cf. X.An.1.8.17; accept, approve, τὸν λόγον, ξυμμαχίαν, Hdt.9.5, Th.1.37; τοὺς λόγους ib.95; διδόναι καὶ δέχεσθαι τὰ δίκαια ib.37, cf. h.Merc. 312; δέχεσθαι ὅρκον, v. ὅρκος; accept a confession, and so forgive, .c simply, give ear to, hear, ;δ. ὀμφάν Id.Med. 175
(lyr.);τὰ παραγγελλόμενα ὀξέως δ. Th.2.11
,89.d take or regard as so and so,μηδὲ συμφορὰν δέχου τὸν ἄνδρα S.Aj.68
; understand in a certain sense, : c. inf.,κῶλά με δέξαι νυνὶ λέγειν D.H.Comp.22
, cf. Str.1.3.13, etc.II of persons as the object, welcome,κόλπῳ Il.6.483
;ἀγαθῷ νόῳ Hdt.1.60
; ἐν μεγάροισι, ἐν δόμοισιν, Il.18.331, Od.17.110;δόμοις δ. τινά S.OT 818
; στέγαις, πυρὶ δ. τινά, E.Or.47;δ. χώρᾳ Id.Med. 713
; τῇ τόλει δ. to admit into the city, Th.4.103; ἀγορᾷ, ἄστει δ., Id.6.44; ἔσω ibid.;εἰς τὸ τεῖχος X.An.5.5.6
; δ. τινὰ ξύμμαχον accept or admit as an ally, Th.1.43, etc.; accept as security, PGrenf.1.33.4, etc.: metaph. of places, ; entertain,δείπνοις Anaxandr.41.2
(anap.);δωρήμασιν S.OC4
.2 receive as an enemy, await the attack of,ἐπιόντα δ. δουρί Il.5.238
, cf. 15.745; of a hunter waiting for game, 4.107; of a wild boar waiting for the hunters, 12.147; of troops,εἰς χεῖρας δ. X.An.4.3.31
;τοὺς Λακεδαιμονίους δ. Hdt.3.54
, cf. 8.28, Th.4.43;ἐπιόντας δ. Id.7.77
;δ. τὴν πρώτην ἔφοδον Id.4.126
;ἐδέξατο πόλις πόνον E.Supp. 393
.3 expect, wait, c. acc. et [tense] fut. inf.,ἀλλ' αἰεί τινα φῶτα.. ἐδέγμην ἐνθάδ' ἐλεύσεσθαι Od.9.513
, cf. 12.230; alsoδέγμενος Αἰακίδην, ὁπότε λήξειεν Il.9.191
;δεδεγμένος εἰσόκεν ἔλθῃς 10.62
.—In these two last senses, Hom. always uses [tense] fut. δεδέξομαι, [tense] pf. δέδεγμαι, and δεδεγμένος, cf.δεδεγμένος ὁππόθ' ἵκοιτο Theoc.25.228
; δέγμενος is used in sense 3 only, exc. in h.Cer.29, Merc.477: inf. δειδέχθαι as imper., expect, c. gen.,βορέω Arat.795
, cf. 907, 928.III rarely with a thing as the subject, occupy, engage one, τίς ἀρχὰ δέξατο ναυτιλίας [αὐτούς]; Pi.P.4.70.4 Geom., contain, circum-scribe,γωνίας ἴσας Euc.3
Def.11;πεντάγωνον Papp.422.34
.IV intr., succeed, come next,ὥς μοι δέχεται κακὸν ἐκ κακοῦ αἰεί Il.19.290
; ;ἄλλος ἐξ ἄλλου δ. Emp.115.12
; of places,ἐκ τοῦ στεινοῦ τὸ Ἀρτεμίσιον δέκεται Hdt.7.176
. ( δέκομαι is prob. the original form, cf. Slav. desiti, dositi 'find'.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δέχομαι
-
5 ὁπόθεν
1 chiefly used in indirect questions, opp. ὅποι (q.v.), whence, from what place,εἴρεαι ὁππόθεν εἰμέν Od.3.80
;ἐρέσθαι, ὁππόθεν οὗτος ἀνήρ 1.406
, cf. Pi.P.9.43, Hdt. 2.54 ; .2 Relat.,ἀπαίροντες.. ὁπόθεν τύχοιεν Th.4.26
;ὁπόθεν.. ῥᾴδιον ἦν λαβεῖν, οὐκ ἦγον
to the place from which,X.
An.5.2.2 ;ὁ αὐτός τι κερδανεῖ Id.Mem.2.6.4
; soὁ. ἂν τύχῃ
from whencesoever..,Pl.
Tht. 180c ;γαμεῖν ὁ. ἂν βούληται Id.R. 362b
, cf. IG12.58.12 ;ἡδέως ζῆν.. ἐὰν ἔχῃ τις ὁ. Philetaer.7.3
;ὁ. ἔσοιτο μᾶζα Pl.Com.33
; ὁ. ἔτυχεν ἄρχεσθαι at haphazard, Arist.Po. 1450b32 : also with other Particles,ὁ. ποτέ Pl.Smp. 173d
;ὁ. δήποτε D.Chr.31.54
(corr. Emperius for ὁ. δήποθεν) ; , Arist.Cael. 271a24 ;ὁκοθενοῦν Hp.Ulc.7
;ὁποθενδηποτοῦν J.AJ8.4.3
. -
6 ὁπόθι
Aπόθι, ὁππόθι πιότατον πεδίον..,ἔνθα.. τέμενος ἑλέσθαι Il.9.577
; ὁπόθι θάνατος ἀπῇ (or ἐπῇ) A.Supp. 124 (lyr.), as corrected.
См. также в других словарях:
ὁππόθ' — ὁππόθι , ὁπόθι indeclform (adverb) ὁππότε , ὁπότε when epic (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
είτε — (AM εἴτε, Α και δωρ. τ. αἴτε) (διαζευκτικός σύνδεσμος) 1. χωρίζει α) δυο ισοδύναμα ή αντίθετα νοήματα συχνά ακολουθείται και από άλλο σύνδεσμο) π.χ. και, ουν, άρα, αυ για μεγαλύτερη έμφαση («εἴτε πετύχω εἴτε αποτύχω», «εἴτ οὖν θανόντος εἴτε καὶ… … Dictionary of Greek
οπόθι — ὁπόθι και επικ. τ. ὁππόθι (Α) (ποιητ. τ.) επίρρ. 1. (σε πλάγ. ερώτ.) σε ποιο μέρος, πού («ὅπου, σάφα εἰπέμεν ὁππόθ ὤλωλεν», Ομ. Οδ.) 2. (αναφ.) εκεί που, όπου («ὁππόθι πιότατον πεδίον... ἔνθα... τέμενος ἑλέσθαι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το αναφορικό… … Dictionary of Greek