Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὁπλότατος

См. также в других словарях:

  • ὁπλότατος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπλότατον — ὁπλότατος masc acc sg ὁπλότατος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπλοτάτη — ὁπλότατος fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπλοτάτην — ὁπλότατος fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπλοτάτης — ὁπλότατος fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπλοτάτου — ὁπλότατος masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπλοτάτῃ — ὁπλότατος fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπλόταται — ὁπλότατος fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • SATURNUS — Oceani ac Tethyos fil. Plato in Tinaeo: Γῆς τε καὶ Οὐρανοῦ παῖδες Ω᾿κεανός τε καὶ Τηθὺς ἐγενέςθ ην, ἐκ τούτων δὲ Φόρκυχ τε καὶ Κρόνος, καὶ Ρ῾έα, καὶ ὅσοι μετὰ τούτων. At Hesiod. in ortu Deorum, v. 44. cum Caeli uxorem Terram fuisse cecinisset,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • πανοπλότατος — άτη, ον, Α πάρα πολύ νέος, νεώτατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὁπλότατος «νεώτατος» (< ὅπλον)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»