-
1 οπλοτάτης
-
2 ὁπλοτάτης
См. также в других словарях:
ὁπλοτάτης — ὁπλότατος fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 οπλοτάτης
2 ὁπλοτάτης
ὁπλοτάτης — ὁπλότατος fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)