Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὁμίλων

См. также в других словарях:

  • ὁμιλῶν — ὁμῑλῶν , ὁμιλέω to be in company with pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμίλων — ὁμί̱λων , ὅμιλος any assembled crowd masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • αδολέσχης — ο (Α ἀδολέσχης και ἀδόλεσχος, ον) φλύαρος, πολυλογάς, φαφλατάς αρχ. οξύς, διεισδυτικός, λεπτολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ως β συνθ. τής λ. θεωρείται η λ. λέσχη (= συνομιλία, συζήτηση). Σχετικά με το α συνθ. τής λ. υπάρχουν διαφωνίες και είναι αβέβαιης… …   Dictionary of Greek

  • ομιλώ — (ΑΜ ὁμιλῶ, έω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο 2. γνωρίζω μια γλώσσα και τή χρησιμοποιώ με ευχέρεια («ὁμιλεῑν ἑβραϊστί», Ιώσ.) 3. απευθύνω τον λόγο σε κάποιον («μην ομιλείτε στον οδηγό») 4. συζητώ, συνδιαλέγομαι («καὶ αὐτοὶ ὡμίλουν πρὸς… …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

  • Nanos Valaoritis — (Greek: Νάνος Βαλαωρίτης; born July 5, 1921)[1] is one of the most distinguished writers in Greece today. He has been widely published as a poet, novelist and playwright since 1939, and his correspondence with George Seferis (Allilographia 1945… …   Wikipedia

  • Nanos Valaoritis — Nanos Valaoritis, griech. Νάνος Βαλαωρίτης (* 5. Juli 1921 in Lausanne) ist ein griechischer Dichter und Literaturwissenschaftler. Inhaltsverzeichnis 1 Leben 2 Werke 2.1 Lyrik …   Deutsch Wikipedia

  • -όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… …   Dictionary of Greek

  • αμιαντοτσιμέντο — Μείγμα τσιμέντου και αμιάντου, που απονέμεται με μεγάλη πίεση σε διαδοχικά επάλληλα στρώματα πολύ μικρού πάχους, ώσπου να σχηματιστούν επίπεδες ή κυματοειδείς πλάκες, σωλήνες, στοιχεία σύνδεσης (ρακόρ) κλπ. Στο εμπόριο, το α. κυκλοφορεί με… …   Dictionary of Greek

  • λουδίτης — ο συν. στον πληθ. οι λουδίτες μέλη οργανωμένων ομίλων χειροτεχνών τής Αγγλίας τού 19ου αιώνα, οι οποίοι κατέστρεφαν τις υφαντουργικές μηχανές, γιατί τούς αντικαθιστούσαν κατά μεγάλους αριθμούς στις εργασίες τους, με αποτέλεσμα την τεράστια αύξηση …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»