-
1 ομιλών
-
2 ὁμιλῶν
-
3 ομίλων
-
4 ὁμίλων
-
5 ὁμ-ῑλέω
ὁμ-ῑλέω, zusammen sein, kommen, mit Einem verkehren, τινί, Il. 1, 261 Od. 2, 21. 288 u. öfter, ἐνὶ πρώτοισιν ὁμιλεῖ, er befindet sich unter den Ersten, Il. 18, 194; häufiger μετά τισι, wie νῦν δὲ μετὰ Τρώεσσιν ὁμιλεῖ, 5, 834. 11, 502; παρὰ παύροισιν, mit wenigen umgehen, Od. 18, 383; auch absolut, ἐνϑάδ' ὁμιλέομεν ποτιδέγμενοι, hier kommen wir zusammen, versammeln wir uns, 21, 156, vgl. 4, 684; περὶ νεκρόν, sich um den Todten sammeln, Il. 16, 641. 644; ἃς οἱ μὲν περὶ κεῖνον ὁμίλεον, Od. 24, 19. Oft auch im feindlichen Sinne, zusammentreffen, handgemein werden, τινί, Il. 11, 523. 13, 779 Od. 1, 265. 4, 345 u. öfter; u. ohne Casus, εὖτ' ἂν πρῶτον ὁμιλήσωσι φάλαγγες, sobald sie an einander gerathen sind, Il. 19, 158. – Pind. öfter, bes. von geselligem Verkehr, συμπόταισιν ὁμιλεῖν, P. 6, 53, ἀστοῖς, I. 2, 37; auch vom Orte, sich aufhalten, verweilen, πολίεσσι λόγος ὁμιλεῖ, P. 7, 9 (wie Her. 7, 26. 214), u. παρ' οἰκείαις ἀρούραις, Ol. 12, 21, u. πλαγίαις φρένεσσιν ὄλβος οὐ πάντα χρόνον ὁμιλεῖ, I. 3, 6; τοῖς κακοῖς ὁμιλῶν ἀνδράσιν, Aesch. Pers. 639; βαρεῖα χώρᾳ τῇδ' ὁμιλήσω πάλιν, ich werde heimsuchen das Land, Eum. 690; σύν τινι, Soph. O. R. 367. 1185, von dem ehelichen Umgange gebraucht; so auch παισίν, Strat. 1 (XII, 1); übertr. von Aias, ὃς οὐκέτι συντρόφοις ὀργαῖς ἔμπεδος, ἀλλ' ἐκτὸς ὁμιλεῖ, außer sich gerathen, Soph. Ai. 526; auch οὔτε στεφάνων οὔτε κυλίκων νεῖμεν ἐμοὶ τέρψιν ὁμιλεῖν, 1180, d. i. er ließ mir zu Theil werden; εὐτυχίᾳ ὁμιλεῖς, Eur. Or. 354; übertr., ὁμιλεῖν πράγμασι καινοῖς, Ar. Nubb. 1381; Her. vrbdt τῇ χώρῃ ὁμ., das Land betreten, 7, 26. 214; Thuc. vrbdt πρός τινα, 1, 77, u. τινί, 3, 11; πρὸς τοὺς ἄλλους ὁμιλεῖ καὶ προςφέρεται, Plat. Phaedr. 252 d; μηδὲν ὁμιλῶμεν τῷ σώματι μηδὲ κοινωνῶμεν, Phaed. 67 a; auch φιλοσοφίᾳ, sich damit beschäftigen, Rep. VI, 496 b, wie πολέμῳ Thuc. 6, 70; δικασταὶ οἱ παντοδαπαῖς φύσεσιν ὡμιληκότες, Plat. Rep. III, 408 d; πρός τι, Arist. Nicom. eth. 10, 3, 11; Sp., ἐπιδεξίως τοῖς συμπεριφερομένοις, Pol. 4, 35, 7, οἱ μόνῳ Πλάτωνι ὡμιληκότες, Luc. Hermot. 34.
-
6 εκβαινω
дор. ἐκβάω (fut. ἐκβήσομαι, aor. ἐξέβην, pf. ἐκβέβηκα)1) выходить, высаживаться, сходить(νηός Hom. - in tmesi и ἐκ τῆς νεώς Thuc.; ἀπήνης Aesch.)
πετρης ἐ. Hom. — спуститься со скалы2) выходить, уходить3) восходить, подниматься(πρὸς τὰ ὄρη и ἐπὴ τὸν λόφον Xen.)
4) исходитьτίνος βοέ ἐξέβη νάπους ; Soph. — чей крик послышался из рощи?
5) доходить, достигатьεἰς τοῦτ΄ ἐκβέβηκα ἀλγηδόνος, ὥστε … Eur. — в своей скорби я дошла до того, что …6) выходить за пределы, переступать(γαίας ὅρια Eur.)
ἐκβῆναι τέν ἑλικίαν τινός Plat. — выйти за пределы какого-л. возраста;ἐ. τῆς εἰωθυίας διαίτης Plat. — отойти от привычного образа жизни;ἐ. τὸ μέσον Arst. — превысить средний уровень;ἐ. τῆς λεκτικῆς ἁρμονίας Arst. — отклониться от строя разговорной речи;ἐπανελθεῖν, ὁπόθεν ἐξέβην, βούλομαι Dem. — я хочу вернуться к тому, от чего я (в своей речи) отклонился;ἐξέβην ἄλλοσε Eur. — мои мысли были заняты другим7) нарушать(τὸν ὅρκον, τὰ ἀρχαῖα νομοθετηθέντα Plat.)
8) идти, происходитьἢν τὰ οἰκότα ἐκ τοῦ πολέμου ἐκβαίνῃ Her. — если военные действия будут развиваться нормально;
τοιοῦτον ἐκβέβηκεν Soph. — вот что произошло;τὰ ἐκβησόμενα (πρήγματα) Her., Arst. и τὰ μέλλοντα ἐ. Her. — предстоящие события;τὰ ἐκβαίνοντα Dem., Polyb. — события, происшествия;τὸ τελευταῖον ἐκβάν Dem. — конечный исход, результат9) становиться, делатьсяσοφοῖς ὁμιλῶν κἀυτὸς ἐκβήσῃ σοφός Men. — от общения с мудрыми и сам станешь мудрым10) высаживать (на берег), выгружать(τι Hom.; εἰς γαῖάν τινα Eur.)
-
7 звуковой
звук||овойприл ἡχητικός / ὁμιλών (о кино):\звуковойовая волна физ. τό ἡχητικό κδμα· \звуковойовой сигнал τό ἡχητικό σήμα· \звуковойово́й фильм ἡ ὁμιλούσα ταινία· \звуковойово́й метод (при обучении чтению) ἡ φωνητική μέθοδος. -
8 кино
кинос нескл.1. ὁ κινηματογράφος! звуковое \кино ὁ ὁμιλών κινηματογράφος· немо́е \кино ὁ βουβός κινηματογράφος·2. (кинотеатр) ὁ κινηματογράφος, τό κινη-ματοθέατρο[ν]. -
9 κινηματόγραφος
κινηματόγραφοςάφος ο1) кино, киноискусство; βωβός (ομιλών) немое (звуковое) кино; 2) кино, кинотеатр; 3) киноустановка -
10 speaking
1) (involving speech: a speaking part in a play.) ομιλών2) (used in speech: a pleasant speaking voice.) για ομιλία -
11 αἰδοῖος
αἰδοῑος (superl. αἰδοιέστατος, αἰδοιότατος coni.)1 revered, honoured κτεάνων δὲ χρυσὸς αἰδοιέστατος (v. 1. - έστατον.) O. 3.42αἰδοία Χάρις O. 6.76
αἰδοίαν χάριν O. 7.89
“ ἀνδρὸς αἰδοίου.” P. 4.29 αἰδοιότατον γέρας (Er. Schmid.: αἰδοιέστατον codd.) P. 5.18 αἰδοῖος μὲν ἧν ἀστοῖς ὁμιλεῖν (ἀμφίβολον. ἤτοι γὰρ αὐτὸς ἦν ἐντροπῆς ἄξιος ὁμιλῶν τοῖς ἀστοῖς, ἢ αὐτὸς ἐνετρέπετο ἐν τῷ τοῖς ἀστοῖς ὁμιλεῖν. Σ.) I. 2.37 ἥρωες αἰδοίαν ἐμείγνυντ' ἀμφὶ τράπεζαν θαμά fr. 187. -
12 де
(μόριο) απλ. σημαίνει ότι τα λόγια που προφέρει ο ομίλων δεν είναι δικά του, αλλά άλλου• λέει, λένε•он-де не может прийти λένε, ότι αυτός• δε μπορεί να έρθει.
-
13 звуковой
επ.ηχητικός•-ая волна ηχητικό κύμα•
-ые колебания ηχητικές ταλαντώσεις•
-филм ομιλούσα ταινία•
-ое кино ομιλών κινηματογράφος•
звуковой сигнал ηχητικό σήμα•
звуковой метод φωνητική μέθοδος (διδασκαλίας).
-
14 кино
ουδ. άκλ.1. κινηματογραφία.2. κινηματογραφική ταινία.3. κινηματοθέατρο.εκφρ.звуковое кино – ομιλών κινηματογράφος•немое кино – βουβός κινηματογράφος•цветное кино – έγχρωμος κινηματογράφος. -
15 эсперантист
-а α.-ка, -и θ.ο ομιλών την εσπεράντο ή ο ειδικός στην εσπεράντο. -
16 χρή
χρή, impers., Il.1.216, etc.; [dialect] Aeol. [full] χρῆ Alc.20, 35, 46; other forms are contractions (crases) of χρή (prob. orig. a neut. Subst.) with forms of εἰμί (A sum): [tense] fut. , Fr. 599, Pherecr. 103, Ar.Fr. 362, Phryn.Com.34 (on this form, for which codd. generally have χρῆσται or χρῆσθαι, v. Sch.S.OCl. c.): subj. , E.Alc.49, Ar.Lys. 133; opt. , S.Tr. 162, Lys. 12.44, Pl.Euthphr.4c; inf.χρῆναι Democr.276
, Ar.Ec. 210, Antipho 5.84, etc.; also χρῆν (v. infr. 111); part. neut. pl. χρηεόντα (or χρὴ ἐόντα) Democr.174: [tense] impf.ἐχρῆν Pi.N.7.44
, A.Ch. 907, S.Fr.107.6 (only here in S., χρῆν l. 5), Ar.Ra. 152, al., Antipho 1.1, And.1.114, Lys. 3.22, al., Th.6.57, Pl.Prt. 335c, D.4.3, al., etc.: freq. also without the augm.,χρῆν Pi.Fr.123.1
, S.El. 529, 579, Tr. 1133, Ar.Eq. 535 (anap.), al., Lys.8.6, al., Th.3.63, D.15.33, al., etc.; both forms in Ar.Ach. 540, ἐρεῖ τις, οὐ χρῆν· ἀλλὰ τί ἐχρῆν εἴπατε: [tense] fut.χρήδει Hdt.7.8
: — it is necessary: c. inf. praes. aut [tense] aor., it must needs, one must or ought to do (like δεῖ, which is only once used in Hom.),νῦν δὲ χ. τετλάμεν ἔμπης Od.3.209
;τὸν νῦν χ. κομέειν 6.207
, cf. Il. 1.216, 4.57, etc.;σήμαιν' ὅ τι χ. σοι συμπράσσειν A.Pr. 297
(anap.); ὅτι χ. πάσχειν ἐθέλω ib. 1067;ὅ τι χρείη ποιεῖν Pl.Euthphr.4c
, cf. 9a;τούτου θανειν χρῆν αὐτὸν οὕνεκ' ἐκ σέθεν; S.El. 579
;χρὴ τὸ λέγειν Parm. 6.1
: more freq. c. acc. pers. et inf., one must,ἐμὲ δὲ χ. γήραϊ πείθεσθαι Il.23.644
;τῷ σε χ. πόλεμον.. παῦσαι 7.331
; οὐδέ τί σε χ. νηλεὲςἦτορ ἔχειν 9.496
;τί χ. με.. στέγειν ἢ τί λέγειν; S.Ph. 135
(lyr.): χρῆν γὰρ Κανδαύλῃ γενέσθαι κακῶς (where γενέσθαι is inf. of an impers. verb) Hdt.1.8.—Sts. the inf. must be supplied from the context, esp. in Hom. in phrases like τίπτε μάχης. ἀποπαύεαι; οὐδέ τί σε χρή (sc. ἀποπαύεσθαι) Il.16.721, cf. 19.420; ὅθι χ. πεζὸν ἐόντα (sc. μάρνασθαι) Od.9.50; so in Trag. and [dialect] Att., πορθεῖν ἃ μὴ χ. (sc. πορθεῖν) A. Ag. 342; φύς τ' ἀφ' ὧν οὐ χρῆν (sc. φῦναι) , ξὺν οἷς τ' οὐ χρῆν (sc. ὁμιλεῖν) ; ἔκανες ὃν οὐ χρῆν (sc. κτεῖναι) A.Ch. 930; ἐπιπλεύσειέ τις ὡς χ. (sc. ἐπιπλεῦσαι) Th.2.89; θύσαντες οἷς χ. (sc. θῦσαι) Pl. R. 415e;ἀκαιρότερον ὄντα ἢ χ. Id.Plt. 307e
;λαλεῖν μετὰ ἀφελείας ἔνθα χ. Longin.34.2
.; soὡς χ. A.Ag. 1556
(anap.), etc.—The [tense] impf. freq. expresses something that ought to have been, but is not, ἐνθάδ' οὐ παραστατεῖ, ὡς χρῆν, Ὀρέστης ib. 879, cf. S.Tr. 1133; and sts. stands forχρή, χρῆν τι λέγειν ὑμᾶς σοφὸν ῳ νικήσετε Ar.Pl. 487
(anap.), cf. 432: abs.,ἐρεῖτις, οὐ χρῆν· ἀλλὰτί ἐχρῆν εἴπατε Id.Ach. 540
.2 in Hom. without inf., c. acc. pers. et gen. rei, οὐδέ τί σε χρὴ ἀφρποσύνης thou hast no need of imprudence, i. e. it does not befit thee, Il.7.109;οὐ μέν σε χ. ἔτ' αἰδοῦς Od.3.14
;τί με χ. μητέρος αἴνου; 21.110
; μυθήσεαι ὅττεό (i.e. ὅτου)σε χ. 1.124
;τέο σε χ.; 4.463
: τί χρὴ φίλων is found in most codd. of E.Or. 667 ( δεῖ cod. V).3 c. dat. pers. pro acc. is not found; in Il.5.490, A.Pr.3, the dat. belongs to the inf. μέλειν; in S.Ant. 736 Dobree restored με for γε; in E.Med. 886 ᾗ depends on μετεῖναι; in Ion 1316 Dobree read τοὺς δέ γ' ἐνδίκους, and in Lys.28.10 δικαίους.. ὑφελομένους was restored by Cobet.II sts. in a less strong sense, πῶς τοῦτο περᾶσαι χρή; how is one to get through this? Theoc.15.45; τί ἐχρῆν με ποιεῖν; what was I to do? D.18.28; ἓν οὐδὲν κατέστη ἴαμα ὅτι χρῆν προσφερόντας ὠφελεῖν there was no one remedy by the application of which one could (or was bound to) help them, Th.2.51, cf. 1.91. -
17 ὁμιλέω
ὁμιλέω (ὅμιλος) impf. ὡμίλουν; fut. 3 sg. ὁμιλήσει Pr 15:12; 1 aor. ὡμίλησα; pf. inf. ὡμιληκέναι Just., D. 62, 2 (Hom.+, prim. mng. ‘be in association with’ someone, and then ‘converse’) to be in a group and speak, speak, converse, address (Hom., Pla., et al.; LXX. Cp. our use of ‘meet’ in the sense ‘have a discussion’ about someth.) τινί (with) someone (Philemo Com. 169 K. ἐὰν γυνὴ γυναικὶ κατʼ ἰδίαν ὁμιλεῖ; Ael. Aristid. 28, 116 K.=49 p. 529 D.: θεῷ; POxy 928, 5 ὡμείλησας δέ μοί ποτε περὶ τούτου; Da 1:19; GrBar 7:3; ApcMos 16; Jos., Ant. 17, 50; Just., D. 59, 1 al.—Of God’s intimate association with the Logos τῷ λόγῳ αὐτοῦ διὰ πάντος ὁμιλῶν Theoph. Ant. 2, 22 [p. 154, 20]) ὡμίλει αὐτῷ he used to talk with him Ac 24:26 (Himerius, Or. 48 [=Or. 14], 18 ὁμ. τινι=confer with someone). Of Christ talking to martyrs (cp. Herm. Wr. 12, 19 [τῷ ἀνθρώπῳ] μόνῳ ὁ θεὸς ὁμιλεῖ) παρεστὼς ὁ κύριος ὡμίλει αὐτοῖς the Lord was standing by and conversing with them MPol 2:2. Also πρός τινα (X., Mem. 4, 3, 2; Jos., Ant. 11, 260 τούτων πρὸς ἀλλήλους ὁμιλούντων): ὡμίλουν πρὸς ἀλλήλους περὶ πάντων they were conversing w. each other about all the things Lk 24:14. W. acc. of thing οὐ ξένα ὁμιλῶ I have nothing strange to say Dg 11:1. ἃ λόγος ὁμιλεῖ 11:7. Abs. (Diod S 13, 83, 1) Lk 24:15. ἐφʼ ἱκανὸν ὁμιλήσας ἄχρι αὐγῆς after talking a long time until daylight Ac 20:11.—RAC IX, 1100–45.—DELG s.v. ὅμιλο. M-M.
См. также в других словарях:
ὁμιλῶν — ὁμῑλῶν , ὁμιλέω to be in company with pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμίλων — ὁμί̱λων , ὅμιλος any assembled crowd masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
αδολέσχης — ο (Α ἀδολέσχης και ἀδόλεσχος, ον) φλύαρος, πολυλογάς, φαφλατάς αρχ. οξύς, διεισδυτικός, λεπτολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ως β συνθ. τής λ. θεωρείται η λ. λέσχη (= συνομιλία, συζήτηση). Σχετικά με το α συνθ. τής λ. υπάρχουν διαφωνίες και είναι αβέβαιης… … Dictionary of Greek
ομιλώ — (ΑΜ ὁμιλῶ, έω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο 2. γνωρίζω μια γλώσσα και τή χρησιμοποιώ με ευχέρεια («ὁμιλεῑν ἑβραϊστί», Ιώσ.) 3. απευθύνω τον λόγο σε κάποιον («μην ομιλείτε στον οδηγό») 4. συζητώ, συνδιαλέγομαι («καὶ αὐτοὶ ὡμίλουν πρὸς… … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
Nanos Valaoritis — (Greek: Νάνος Βαλαωρίτης; born July 5, 1921)[1] is one of the most distinguished writers in Greece today. He has been widely published as a poet, novelist and playwright since 1939, and his correspondence with George Seferis (Allilographia 1945… … Wikipedia
Nanos Valaoritis — Nanos Valaoritis, griech. Νάνος Βαλαωρίτης (* 5. Juli 1921 in Lausanne) ist ein griechischer Dichter und Literaturwissenschaftler. Inhaltsverzeichnis 1 Leben 2 Werke 2.1 Lyrik … Deutsch Wikipedia
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek
αμιαντοτσιμέντο — Μείγμα τσιμέντου και αμιάντου, που απονέμεται με μεγάλη πίεση σε διαδοχικά επάλληλα στρώματα πολύ μικρού πάχους, ώσπου να σχηματιστούν επίπεδες ή κυματοειδείς πλάκες, σωλήνες, στοιχεία σύνδεσης (ρακόρ) κλπ. Στο εμπόριο, το α. κυκλοφορεί με… … Dictionary of Greek
λουδίτης — ο συν. στον πληθ. οι λουδίτες μέλη οργανωμένων ομίλων χειροτεχνών τής Αγγλίας τού 19ου αιώνα, οι οποίοι κατέστρεφαν τις υφαντουργικές μηχανές, γιατί τούς αντικαθιστούσαν κατά μεγάλους αριθμούς στις εργασίες τους, με αποτέλεσμα την τεράστια αύξηση … Dictionary of Greek