-
1 Ομήρους
-
2 Ὁμήρους
-
3 ομήρους
-
4 ὁμήρους
-
5 ὅμηρος
ὅμηρος, ὁ,A pledge, surety, hostage,ὁμήρους λαμβάνειν Hdt.6.99
;ὁ. παῖδας λαβών Id.1.64
;τὰ ἑωυτοῦ τέκνα δοὺς ὁ. Id.7.165
, cf. Th.7.83 ;ἐν ὁμήρων λόγῳ ποιεύμενος Hdt.7.222
; ἄγεσθαι ὅμηροι to be carried off as hostages, Id.8.94,9.90 ; τοῖον ὅμηρόν μ' ἀποσυλήσας having robbed me of such a hostage, E.Alc. 870(anap.) ; ἔχω γ' ὑμῶν ὁμήρους have hostages for you, Ar.Ach. 327, cf. Lys. 244 ; of things,τὴν γῆν ὅμηρον ἔχειν Th.1.82
: neut. pl.,ὅμηρα δούς Lys.12.68
, cf. Plb.3.52.5, OGI 751.5 (ii B.C.) ;ὥσπερ.. ὁμήρους ἔχομεν τοῦ λόγου τὰ παραδείγματα Pl. Tht. 202e
: neut. pl. even of one person, ([place name] Tolophon) ;ὃς ἦν ὅμηρα LXX 1 Ma. 1.10
. -
6 καταγράφω
A scratch, lacerate, Hdt.3.108 (v.l. καταγνάφω), Ael.VH10.3; ἰὸς δένδρεα κ. marks them, Nonn.D.21.329; κατέγραφεν ἠέρα ταρσῷ grazed it, ib.4.407, cf. Tryph.669:—[voice] Pass.,καταγεγράφθαι ταῖς ῥυτίσι EM239.31
.2 engrave, inscribe,εἰς τοὺς τοίχους στίχον Plb.5.9.4
:—[voice] Pass., νόμοι κατεγράφησαν (for [dialect] Att. ἀνεγρ-)εἰς ἄξονας Plu.Sol.25
.3 draw in outline, delineate, Paus.1.28.2.4 describe, Ptol.Geog.1.2.2, D.P. 707, Aret.CA1.5 ([voice] Pass.): in Geom., ἑξάγωνον κ. Simp.in Cael.653.7.2 register, record, ; (iii B.C.);κατεγράφησαν ἄνδρες οὓς ἔδει θνῄσκειν Plu. Cic.46
; esp. enroll,ναύτας Plb.1.49.2
;δυνάμεις D.S.11.1
;τινὰς εἰς φυλὰς καὶ φρατρίας D.H.2.35
:—[voice] Pass., τμηθέντων τῶν ὁρκίων.. καὶ καταγραφέντων,.. τοὺς ὁμήρους.. τοὺς.. καταγραφέντας, Plb.29.3.6;σύγκλητος ὑπὸ τῶν τιμητῶν καταγραφεῖσα D.S.20.36
; .b prescribe, ordain, c. acc. et inf., Luc.Am.19.4 convey, transfer by deed, Plu.2.482c;οἰκίαν εἴς τινα PPetr.2p.70
(iii B.C.), cf. BGU50.8 ([voice] Pass., ii A.D.), POxy. 1703 (iii A.D.), etc. (also in [voice] Med. of the purchaser, have conveyed to one, Annuario 4/5.469 (Halic.):—[voice] Pass., ὁ καταγραφείς the person to whom property is conveyed, POxy.472.19 (ii A. D.)): generally, assign,ἑαυτῷ λύτρα Ael.Fr.71
: c. inf., reckon that.., Id.NA7.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταγράφω
-
7 ληπτέος
II neut. ληπτέον, one must take hold, Ar.Eq. 603; ἔργον λ. one must undertake, X.Mem.1.7.2; one must assume in arguing, etc., Pl.Phlb. 61a; one must take or choose,ἐκ τούτων ἐπιστάτας λ. X.Cyr.8.1.10
;λ. δὲ.. τίνας ὅρους λέγουσι Arist.Pol. 1280a7
.2 one must take, receive,ὁμήρους δοτέον καὶ λ. X.HG3.2.18
; one must submit to,πληγὰς ὑπὸ τῶν ἀμεινόνων Id.Lac.9.5
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ληπτέος
-
8 ἀνταποστέλλω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνταποστέλλω
-
9 ἐκκλέπτω
A steal and carry off, of persons, [ Ἑρμῆς] ἐξέκλεψεν Ἄρηα he stole away Ares from his chains, Il.5.390, cf. Hdt.2.115 (s.v.l.), A.Ag. 662,Eu. 153, X.Ap. 23, Plu.Pyrrh.2 ;τοὺς ὁμήρους ἐ. ἐκ Λήμνου Th.1.115
, cf. D.S.12.27 ; ;ἐκ δόμων πόδα E. Or. 1499
: c. gen.,τήνδε..ἐκκλέψαι χθονός Id.Hel. 741
;ἐ. φόνου Id.El. 286
; ἐ. μὴ θανεῖν ib. 540 ; ἐ. τι τοῦ λόγου to steal it from the story, Pl.R. 449c :—[voice] Pass.,ὑπὸ τῆς ἀμήτορος παρθένου ἐκκλαπεῖσα Jul.Mis. 352b
.II ἐ. τινὰ λόγοις to deceive him, S.Ph.55, cf. 968 ; μὴ.. ἐκκλέψῃς λόγον disguise not the matter, speak not falsely, Id.Tr. 437.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκκλέπτω
См. также в других словарях:
Ὁμήρους — Ὅμηρος Homer masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμήρους — ὅμηρος pledge masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βοσνία-Ερζεγοβίνη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο, που προέκυψε από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.Συνορεύει Β και Δ με την Κροατία και Α και Ν με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία.Το κράτος της Β. Ε. έχει μικρή διέξοδο στην Αδριατική Θάλασσα. Τα… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
εξομηρεύω — ἐξομηρεύω (Α) 1. καθιστώ κάποιον όμηρο 2. μέσ. παίρνω ομήρους 3. αποκτώ κάτι δίνοντας ομήρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ομηρεύω (< όμηρος)] … Dictionary of Greek
Δίστομο — Ημιορεινή κωμόπολη (υψόμ. 450 μ., 2.048 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λεβαδείας του νομού Βοιωτίας. Βρίσκεται Ν του όρους Παρνασσού, 26 χλμ. Δ της Λιβαδειάς. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, τα γερμανικά στρατεύματα… … Dictionary of Greek
Λεωτυχίδας ή Λευτυχίδας — (; – 469; π.Χ.). Βασιλιάς της Σπάρτης (491 476; π.Χ.). Καταγόταν από το γένος των Ευρυπωντιδών και διαδέχθηκε στον θρόνο τον Δημάρατο με τη βοήθεια του Κλεομένη. Ο Λ. ήθελε να εκδικηθεί τον Δημάρατο για λόγους ερωτικής αντιζηλίας και ορκίστηκε… … Dictionary of Greek
Tratados entre Roma y Cartago — Relieve de una corbita romana encontrado en las ruinas de Cartago. La disputa en el control del comercio marítimo entre ambas naciones llevó a que se ensayaran, en diversos acuerdos, repartos de áreas de influencia en el Mediterráneo. Los… … Wikipedia Español
Samischer Krieg — Südlich von Ephesos: Samos, Priene, Milet Der Samische Krieg wurde 441–439 v. Chr., am Ende der Pentekontaetie, zwischen Athen und Samos geführt und fand somit einige Jahre vor Beginn des Peloponnesischen Kriegs im Jahr 431 v. Chr. statt. Er ist… … Deutsch Wikipedia
HOMERUS — nomen Poetae Graeci excellentissimi, quem quidam tempore Pythagorae vixisse, cum Servius Tullos rerum potiretur, asserunt. Strabo l. 5. p. 221. et l. 17. p. 834. Alii probabilius iudicant, natum tum, cum Smyrna ab Aeolibus conderetur, 18. An.… … Hofmann J. Lexicon universale
αυτεξούσιος — α, ο (AM αὐτεξούσιος, ον και ος, α, ον) [εξουσία] 1. ελεύθερος, ανεξάρτητος, αυτός που δεν υπάγεται στην εξουσία άλλου 2. το ουδ. ως ουσ. ελευθερία εκλογής νεοελλ. 1. όποιος δεν υπόκειται σε περιορισμό ή απαγόρευση αλλά ασκεί ελεύθερα τα πολιτικά … Dictionary of Greek