-
1 ομηγύρις
-
2 ὁμηγύρις
-
3 ομήγυρις
-
4 ὁμήγυρις
-
5 ομηγυρις
(θεῶν Hom.; γυναικῶν, ἄστρων νυκτέρων Aesch.; ἡλίκων Eur.)
-
6 ὁμήγυρις
A assembly, meeting, esp. of the gods,θεῶν μεθ' ὁμήγυριν ἄλλων Il.20.142
, h.Ap. 187, cf. h.Merc. 332, Hellanic.54 J.;ὁμάγυρις Ζηνός Pi.I. 7(6).46
; any assembly, company,γυναικῶν A.Ch.10
; ;ἄστρων.. νυκτέρων ὁ. A.Ag.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμήγυρις
-
7 ὁμήγυρις
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὁμήγυρις
-
8 ὁμήγυρις
ὁμ-ήγυρις, ιος, ἡ, Versammlung -
9 ομηγύρει
ὁμήγυριςassembly: fem nom /voc /acc dual (attic epic)ὁμηγύρεϊ, ὁμήγυριςassembly: fem dat sg (epic)ὁμήγυριςassembly: fem dat sg (attic ionic) -
10 ὁμηγύρει
ὁμήγυριςassembly: fem nom /voc /acc dual (attic epic)ὁμηγύρεϊ, ὁμήγυριςassembly: fem dat sg (epic)ὁμήγυριςassembly: fem dat sg (attic ionic) -
11 ομηγύρεις
ὁμήγυριςassembly: fem nom /voc pl (attic epic)ὁμήγυριςassembly: fem nom /acc pl (attic) -
12 ὁμηγύρεις
ὁμήγυριςassembly: fem nom /voc pl (attic epic)ὁμήγυριςassembly: fem nom /acc pl (attic) -
13 πρέπω
πρέπω, 1) sich auszeichnen, hervorstechen, deutlich in die Augen fallen; ὁ δ' ἔπρεπε καὶ διὰ πάντων, Il. 12, 104, von Hektor, der durch Alle hindurch in die Augen fällt, μετ' ἀγρομένοισιν, Od. 8, 172; Hes. Th. 92, sich auszeichnen woran, worin, μετὰ δ' ἔπρεπε γαστέρι μάργῃ, Od. 18. 2. wo man gew. eine Tmesis von μεταπρέπω annimmt; πειρῶντι χρυσὸς πρέπει, Pind. P. 10, 67; auch βοὰ πρέπει, das Geschrei tönt laut und deutlich hervor, N. 3, 67, vgl. Aesch. A. 312, λαμπρὰ δὲ πανσέληνος ἐν μέσῳ σάκει πρέπει, Spt. 372, vgl. Ag. 233. 378; ὁμήγυρις στείχει γυναικῶν φάρεσιν μελαγχίμοις πρέπουσα, Ch. 12, vgl. 18. 24; so auch ἐπί τοι πρέπει ὄμμασιν αἰδώς, aus den Augen leuchtet die keusche Zucht, H. h. Cer. 214; c. part., ὡς ὁ φρυκτὸς ἀγγέλλων πρέπει, Aesch. Ag. 30, er verkündet laut und deutlich, vgl. Eum. 949; auch von durchdringendem, scharfem Geruche, Ag. 1322. – 2) ähnlich sein, εἶδος πρέπεν ϑυγατέρι, Pind. P. 2, 38; πρέποντα βουϑόρῳ ταύρῳ δέμας, Aesch. Suppl. 297; u. c. int., aussehen, erscheinen wie Etwas, τοῠτο γὰρ δράμημα φωτὸς Περσικὸν πρέπει μαϑεῖν, Pers. 243, dieses Mannes Lauf erscheint persisch anzusehen; auch mit ὡς u. dem inf., πρέπει γὰρ ὡς τύραννος εἰσορᾷν, Soph. El. 654, d. i. er gleicht an Ansehen einem Herrscher; ὡς πένϑιμος πρέπεις ὁρᾷν, du erscheinst wie ein Betrübter anzusehen, Eur. Suppl. 1056. Zuweilen steht auch statt des int. das prartic. dabei, Schäf. D. Hal. C. V. 212. – Dah. 3) entsprechen, passend, angemessen sein, τί χρῆμα κουρᾷ τῇδε πενϑίμῳ πρέπει, welche Begebenheit paßt zu diesem Trauerhaar? entspricht diesem Trauerzeichen? Eur. Alc. 512, v. l. πρέπεις. – Am häufigsten impers. πρέπει, decet, es ziemt sich, schickt sich, ist angemessen, τὸν πρέπει τυγχανέμεν μελέων, Pind. Ol. 2, 46; πρέπει ὑπαντιάσαι, P. 5, 40; οὐ πρέπει ἄμμιν λύειν τείχη, Theogn. 235; οὔτε κλαίειν οὔτ' ὀδύρεσϑαι πρέπει, Aesch. Spt. 638; τοῖς ὀλβίοις γε καὶ τὸ νικᾶσϑαι πρέπει, Ag. 915; auch c. acc., ὡς ἐπήλυδας πρέπει, Suppl. 192; u. mit acc. c. int., πρέπει κήρυκ' ἀπαγγέλλειν τορῶς ἕκαστα, Suppl. 909; ὁ πᾶς ἐμοί, ὁ πᾶς ἂν πρέποι παρὼν ἐννέπειν τάδε χρόνος, Soph. El. 1245; τῆς σε τυγχάνειν πρέπει, Trach. 725, u. öfter; auch im partic., πρέπων ἔφυς πρὸ τῶνδε φωνεῖν, O. R. 9; ὡς πρέπει δούλοις λέγειν, Eur. Hipp. 115; ὀργὰς πρέπει ϑεοὺς οὐχ ὁμοιοῦσϑαι βροτοῖς, Bacch. 1346; selten c. gen, πρέπον ἦν δαίμονος τοῦ 'μοῠ τόδε, war meines Dämons würdig, Soph. Ai. 534; Thuc. 3, 59; welchen Gebrauch Thom. Mag. ausdrücklich auf das partic. einschränkt. Oft bei Her. auch mit Auslassung des int., der aus dem Zusammenhange leicht zu ergänzen ist, τίσασϑαι οὕτω, ὡς ἐκείνους πρέπει, sc. τίσασϑαι, 4, 139; ἀπήλλαξαν οὕτως, ὡς ἐκείνους πρέπει, sc. ἀπαλλάξαι, 8, 68, 1, vgl. 8, 114; ὡς τὸν ἐλεύϑερον πρέπει, Plat. Prot. 312 b, sc. μανϑάνειν; τὸ ταῠτα διϊσχυρίσασϑαι οὕτως ἔχειν οὐ πρέπει νοῦν ἔχοντι ἀνδρί, Phaed. 114 d; τοῖςδε δὴ πρέποι ἂν τοῦτο, Theaet. 146 d; u. umschrieben mit dem partic., ξενισϑέντας οἷς ἦν πρέπον ξενίοις, Tim. 17 b, u. öfter; aber auch ὕμνοι πρέποντες τοῖς γιγνομένοις γάμοις, Rep. V, 459 e, δένδρων φυτεύσεις πρεπούσας ὕδασι Critia. 117 a; fut., πρέψει ὄνομα τινί, Polit. 288 c; aor., τὸ αἰσχυντηλὸν αὐτοῠ τῇ ἡλικίᾳ ἔπρεψεν, Charm. 158 c; πρέπειν εἰς πλῆϑος, Xen. Cyr. 2, 1, 24; πρός τι, 5, 3, 47; Folgde; τὸ πρέπον, das Geziemende, Passende, Schickliche, Sp.; κατὰ τὸ πρέπον τῇ γραφῇ, Pol. 2, 40, 3 u. öfter; πάνυ τοῖς ἔπεσι πρέπων ἐκείνοις, Plut. Pomp. 72.
-
14 ὁμ-άγυρις
-
15 πρεπω
(преимущ. praes. и impf., редко fut. πρέψω и aor. ἔπρεψα)1) быть заметным, отличаться(διὰ πάντων Hom.)
νέα γάρ, ὡς ἐσθῆτι καὴ κόσμῳ πρέπει Eur. — она молода, как видно по (ее) платью и наряду;πρέπουσι μελαγχίμοις γυίοισι λευκῶν ἐκ πεπλωμάτων ἰδεῖν Aesch. — на фоне белых одежд резко выделяются черные тела (моряков);ὁμήγυρις γυναικῶν φάρεσιν μελαγχίμοις πρέπουσα Aesch. — толпа женщин в черных покрывалах2) блистать, сиять(πανσέληνος πρέπει ἐν μέσῳ σάκει Aesch.; Ζεὺς πρέπων δι΄ αἰθέρος Eur.)
ὅ φρυκτὸς ἀγγέλλων πρέπει Aesch. — ярко пылает сигнальный костер;πρέπουσα ὡς ἐν γραφαῖς Aesch. — блистающая (красотой) словно на картине3) ( о звуке или запахе) явственно ощущатьсяοἶμαι βοέν ἐν πόλει πρέπειν Aesch. — я думаю, что крик стоит над (павшим) городом;
ἀτμὸς ὥσπερ ἐκ τάφου πρέπει Aesch. — пахнет словно могильным испарением4) быть схожим, походить(τινὴ εἶδος Pind.; τινὴ μορφῇ Eur.)
πρέπει ὡς τύραννος εἰσορᾶν Soph. — у нее царственный вид5) подходить, приличествовать, подобать, соответствовать(ἐν μεγέθει Arst.)
τὸ αἰσχυντηλὸν αὐτοῦ τῇ ἡλικίᾳ ἔπρεψεν Plat. — застенчивость шла его возрасту;τούτοις ἓν ὄνομα ἅπασι πρέφει Plat. — всем этим (вещам) будет соответствовать одно название;εἰς τέν ἀπόδειξιν πρέψει ῥηθέν Plat. — сказанное пригодится для разъяснения (вопроса);ποῦ τάδ΄ ἐν χρηστοῖς πρέπει ; Eur. — где такие поступки подобают порядочным людям?, т.е. допустимо ли где-л. нечто подобное?;πρέπων ἔφυς πρὸ τῶνδε φωνεῖν Soph. — тебе (больше всех) пристало говорить от их имени;impers.:οὔτε κλάειν οὔτ΄ ὀδύρεσθαι πρέπει Aesch. — не подобает ни плакать, ни скорбеть;ἐμοὴ πρέποι ἄν Xen. — мне следовало бы;τίσασθαι οὕτω, ὡς ἐκείνους (sc. τίσασθαι) πρέπει Her. — наказать (врагов) так, как они заслуживают -
16 ομαγύριος
-
17 ὁμαγύριος
-
18 ομηγυρέεσσι
-
19 ὁμηγυρέεσσι
-
20 ομηγυρέεσσιν
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ὁμήγυρις — assembly fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμηγύρις — ὁμηγύρῑς , ὁμήγυρις assembly fem acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμηγύρει — ὁμήγυρις assembly fem nom/voc/acc dual (attic epic) ὁμηγύρεϊ , ὁμήγυρις assembly fem dat sg (epic) ὁμήγυρις assembly fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμηγύρεις — ὁμήγυρις assembly fem nom/voc pl (attic epic) ὁμήγυρις assembly fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμηγυρέεσσι — ὁμήγυρις assembly fem dat pl (epic) ὁμηγυρής masc/fem/neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμηγυρέεσσιν — ὁμήγυρις assembly fem dat pl (epic) ὁμηγυρής masc/fem/neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμηγύρεσι — ὁμήγυρις assembly fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμηγύριες — ὁμήγυρις assembly fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμηγύριος — ὁμήγυρις assembly fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμήγυριν — ὁμήγυρις assembly fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομήγυρη — και ομήγυρις, η (ΑΜ ὁμήγυρις, εως, Α και ιων. τ. γεν. ιος και δωρ. τ. ὁμάγυρις) συγκέντρωση ατόμων, συνάθροιση νεοελλ. σύνολο ατόμων που έχουν συγκεντρωθεί για να ακούσουν μια ομιλία ή για να συζητήσουν («αγαπητή ομήγυρις») αρχ. 1. σύναξη θεών… … Dictionary of Greek