-
1 τρόπος
A turn, direction, way,διώρυχες παντοίους τρόπους ἔχουσαι Hdt.2.108
;διώρυχας τετραμμένας πάντα τ. Id.1.189
, cf. 199: but,II commonly, way, manner, fashion, guise, τρόπῳ τῷ παρεόντι χρεώμενοι going on as we are, ib.97;τ. ὑποδημάτων Κρητικός Hp.Art.62
;πᾶς τ. μορφῆς A.Eu. 192
;τίς ὁ τ. τῆς ξυμφορᾶς; S. OT99
;ἀσκεῖν τὸν υἱὸν τὸν ἐπιχώριον τ. Ar.Pl.47
;ὁ αὐτός που τ. τέχνης ἰατρικῆς ὅσπερ καὶ ῥητορικῆς Pl.Phdr. 270b
; tenor, of documents, PGen.16.11 (iii A. D.), etc.: also in Pl., κεχώρισται τοὺς τ. in its ways, in its kind, Hdt.4.28;ψυχῆς τρποι Pl.R. 445c
, etc.;οἱ περὶ τὴν ψυχὴν τ. Arist.HA 588a20
:—in various adverbial usages:1 dat.,τίνι τρόπῳ;
how?A.
Pers. 793, S.OT10, E.Ba. 1294;τῷ τ.; S.El. 679
, E. Hipp. 909, 1008;ποίῳ τ.; A.Pr. 763
, etc.; τοιούτῳ τ., τ. τοιῷδε, Hdt. 1.94, 3.68;ἄλλῳ τ. Pl.Phdr. 232b
, etc.; ἑνί γέ τῳ τ. in one way or other, Ar.Pl. 402, Pl.Men. 96d; παντὶ τ. by all means, A.Th. 301 (lyr.), Lys.13.25; οὐδενὶ τ., μηδενὶ τ., in no wise, by no mdans, on no account, Hdt.4.111, Th.6.35, Pl.Cri. 49a, etc.; ἑκουσίῳ τ. willingly, E. Med. 751; τρόπῳ φρενός by way of intelligence, i.e. in lieu of the intelligence which is lacking to the child, A.Ch. 754 (s. v.l.): poet. in pl.,τρόποισι ποίοις; S.OC 468
; τρόποισιν οὐ τυραννικοῖς not after the fashion of.., A.Ch. 479;ναυκλήρου τρόποις S.Ph. 128
.2 abs. in acc.,τίνα τρόπον;
how?Ar.
Nu. 170, Ra. 460; τ. τινά in a manner, E.Hipp. 1300, Pl.R. 432e; τοῦτον τὸν τ., τόνδε τὸν τ., Id.Smp. 199a, X.An. 1.1.9;ὃν τ.
how,D.H.
3.8; as, LXXPs.41(42).1;τ. τὸν αὐτόν A.Ch. 274
;πάντα τ. Ar.Nu. 700
(lyr.), etc.;μηδένα τ. X.Mem.3.7.8
; τὸν μέγαν τ., οὐ σμικρὸν τ., A.Th. 284, 465;τὸν Ἀργείων τ. Pi.I.6(5).58
;Σαμιακὸν τ. Cratin.13
; βάρβαρον τ. ( βρόμον ex Sch. Schütz) in barbarous guise or fashion, A.Th. 463; πίτυος τρόπον after the manner of a pine, Hdt.6.37; ὄρνιθος τ. like a bird, Id.2.57, cf. A.Ag.49 (anap.), 390 (lyr.), etc.; later,ἐς ὄρνιθος τ. Luc.Halc.1
, cf. Bis Acc.27: rarely in pl., πάντας τρόπους in all ways, Pl.Phd. 94d.3 with Preps., τὸν ἐγκώμιον ἀμφὶ τρόπον in way of praise, Pi.O.10(11).77:—δι' οὗ τρόπου Men.539.6
;διὰ τοιούτου τ. D.S.1.66
:—ἐς τὸν νῦν τ. Th.1.6
;εἰς τὸν αὐτὸν τ. μετασκευάσαι X.Cyr.6.2.8
; ἐς ὄρνιθος τ. (v. supr.2):—ἐκ παντὸς τ. Id.An.3.1.43
, Isoc.4.95, etc.;ἐξ ἑνός γέ του τ. Ar.Fr. 187
, Th.6.34;μηδὲ ἐξ ἑνὸς τ. Lys.31.30
;μηδ' ἐξ ἑνὸς τ. Isoc.5.3
:—ἐν τῷ ἑαυτῶν τ. Th.7.67
, cf. 1.97, etc.;ἐν τρόπῳ βοσκήματος Pl.Lg. 807a
: in pl., γυναικὸς ἐν τρόποις, ἐν τ. Ἰξίονος, A.Ag. 918, Eu. 441:—κατὰ τὸν αὐτὸν τ. X.Cyr.8.2.5
;κατὰ πάντα τ. Ar.Av. 451
(lyr.), X.An. 6.6.30, etc.;κατ' οὐδένα τ. Plb.4.84.8
, etc.;κατ' ἄλλον τ. Pl.Cra. 417b
;κατὰ τὸν Ἑλληνικὸν τ. X.Cyr.2.2.28
: in pl., κατὰ πολλοὺς τ. ib.8.1.46, etc.:—μετὰ ὁτουοῦν τ. in any manner whatever, Th.8.27:—ἑνὶ σὺν τ. Pi.N.7.14
.4 κατὰ τρόπον,a according to custom,κατὰ τὸν τ. τῆς φύσεως Pl.Lg. 804b
; opp.παρὰ τὸν τ. τὸν ἑαυτῶν Th.5.63
, cf. Antipho 3.2.1.b fitly, duly, Epich.283, Isoc. 2.6, Pl.Plt. 310c, etc.;οὐδαμῶς κατὰ τ. Id.Lg. 638c
; opp. unreasonable, absurd,Id.
Cra. 421d, Tht. 143c, etc.; soθαυμαστὸν οὐδὲν οὐδ' ἀπὸ τοῦ ἀνθρωπείου τ. Th.1.76
.III of persons, a way of life, habit, custom, Pi.N.1.29; μῶν ἡλιαστά; Answ.μἀλλὰ θατέρου τ. Ar. Av. 109
;ἐγὼ δὲ τούτου τοῦ τ. πώς εἰμ' ἀεί Id.Pl. 246
, cf. 630.2 a man's ways, habits, character, temper, ὀργὴν καὶ ῥυθμὸν καὶ τ. ὅστις ἂν ᾖ (v.l. ὅντιν' ἔχει) Thgn.964; τρόπου ἡσυχίου of a quiet temper, Hdt.1.107, cf. 3.36;φιλανθρώπου τ. A.Pr.11
;γυναικὶ κόσμος ὁ τ., οὐ τὰ χρυσία Men.Mon.92
;οὐ τὸν τ., ἀλλὰ τὸν τόπον μόνον μετήλλαξεν Aeschin.3.78
; τρόπου προπέτεια, ἀναίδεια, D.21.38, 45.71;ἀφιλάργυρος ὁ τ. Ep.Hebr.13.5
:—οὐ τοὐμοῦ τ. Ar.V. 1002
; σφόδρ' ἐκ τοῦ σοῦ τ. quite of your sort, Id.Th.93; ξυγγενεῖς τοὐμοῦ τ. ib. 574:— πρὸς τρόπου τινός agreeable to one's temper, Pl.Phdr. 252d, cf. Lg. 655d;πρὸς τοῦ Κύρου τρόπου X.An.1.2.11
:—opp.ἀπὸ τρόπου Pl.Phdr. 278d
, R. 470c:—after Adjs.,διάφοροι ὄντες τὸν τ. Th.8.96
;σολοικότερος τῷ τ. X.Cyr.8.3.21
:—esp. in pl., Pi.P.10.38, S.El. 397, 1051; σκληρός, ἀμνοὶ τοὺς τρόπους, Ar. Pax 350, 935;σφόδρα τοὺς τ. Βοιώτιος Eub.39
;πουλύπους ἐς τοὺς τ. Eup.101
;μεθάρμοσαι τ. νέους A.Pr. 311
;τοὺς φιλάνορας τ. Id.Ag. 856
;νέας βουλὰς νέοισιν ἐγκαταζεύξας τ. S.Aj. 736
;τοῖς τρόποις ὑπηρετεῖν Ar.Ra. 1432
; opp. νόμοι, Th.2.39;ἤθη τε καὶ τ. Pl.Lg. 924d
.IV in Music, like ἁρμονία, a particular mode,Αύδιος τ. Pi.O.14.17
; but more generally, style, νεοσίγαλος τ. ib.3.4;ὁ ἀρχαῖος τ. Eup.303
; ᾠδῆς τρόπος, μουσικῆς τρόποι, Pl.R. 398c, 424c; διθυραμβικοὶ τ. (distd. fr. ἦθος) Phld.Mus.p.9K.;ὁ ἁρμονικὸς τῆς μουσικῆς τ. Aristid.Quint.1.12
, cf. 2.1; of art in general,πάντες τῆς εἰκαστικῆς τ. Phld.Po.5.7
.V in speaking or writing, manner, style,ὁ τ. τῆς λέξεως Pl.R. 400d
, cf. Isoc.15.45: esp. in Rhet. in pl., tropes, Trypho Trop.tit., Cic.Brut.17.69, Quint.Inst.8.6.1.VI in Logic, mode or mood of a syllogism, Stoic.3.269, cf. 1.108, 2.83: more generally, method of instruction or explanation,ὁ ἄνευ φθόγγων τ. Epicur.Ep.1p.32U.
; ὁ μοναχῇ τ. the method of the single cause, opp. ὁ πλεοναχὸς τ. the method of manifold causes, Id.Ep.2p.41U.; mode of inference, ὁ κατὰ τὴν ὁμοιότητα τ., opp. ὁ κατ' ἀνασκευὴν τ. τῆς σημειώσεως, Phld.Sign.30,31;αἰτιολογικὸς τ. Epicur.Nat. 143
G. -
2 τρόπος
τρόπος, ου ὁ (τρέπω; Pind., Hdt.+).① the manner in which someth. is done, manner, way, kind, guise εἰς δούλου τρόπον κεῖσθαι appear in the guise of (=as) a slave (κεῖμαι 3c) Hs 5, 5, 5; 5, 6, 1.—ἐν παντὶ τρόπῳ in every way (3 Macc 7:8 v.l.) 2 Th 3:16. κατὰ πάντα τρόπον in every way or respect (X., An. 6, 6, 30 al.; Num 18:7; EpArist 215; Philo, Op. M. 10; SibOr 3, 430) Ro 3:2; IEph 2:2; ITr 2:3; ISm 10:1; IPol 3:2. μὴ … κατὰ μηδένα τρόπον by no means, not … in any way (at all) (SIG 799, 20 μηδὲ … κατὰ μηδένα τρόπον; 588, 44; PAmh 35, 28; 3 Macc 4:13b μὴ … κατὰ μηδένα τρ.; 4 Macc 4:24; 10:7; Just., D. 35, 7; cp. JosAs cod. A 23:1 [p. 75, 8 Bat.] οὐ … κατʼ οὐδένα τρ.) 2 Th 2:3. καθʼ ὸ̔ν τρόπον in the same way as (POxy 237 VIII, 29 καθʼ ὸ̔ν ἔδει τρόπον; CPR 5, 11; 9, 12; 10, 6; BGU 846, 12; 2 Macc 6:20; 4 Macc 14:17 v.l.) Ac 15:11; 27:25.—In the acc. (s. B-D-F §160; Johannessohn, Kasus 81f) τρόπον w. gen. like (Aeschyl., Hdt. et al.; Philo. Oft. w. animals: θηρίων τρόπον 2 Macc 5:27; 3 Macc 4:9; σκορπίου τρόπον 4 Macc 11:10) σητὸς τρόπον 1 Cl 39:5 (Job 4:19). τὸν ὅμοιον τρόπον τούτοις in the same way or just as they Jd 7 (cp. Tat. 26, 2 κατὰ τὸν ὅμοιον τρόπον ἡμῖν). ὸ̔ν τρόπον in the manner in which = (just) as (X., Mem. 1, 2, 59, An. 6, 3, 1; Pla., Rep. 5, 466e; Diod S 3, 21, 1; SIG 976, 35; 849, 13f; PLips 41, 9; Gen 26:29; Ex 14:13; Dt 11:25 and very oft. in LXX; TestJob. 37:3; Jos., Ant. 3, 50, Vi. 412b; Just., A I, 4, 7; Tat. 35, 1) Mt 23:37; Lk 13:34; Ac 7:28 (Ex 2:14); 1 Cl 4:10 (Ex 2:14); 2 Cl 9:4; corresponding to οὕτως (SIG 685, 51ff; Josh 10:1; 11:15; Is 10:11; 62:5; Ezk 12:11 al.; Just., A I, 7, 3, D. 94, 5; Mel., P. 42, 293) Ac 1:11; 2 Ti 3:8; 2 Cl 8:2; 12:4. τίνα τρόπον; in what manner? how? (Aristoph., Nub. 170; Pla., Prot. 322c; Jos., C. Ap. 1, 315; Just., A I, 32, 10) 1 Cl 24:4; 47:2 v.l. (Lat. quemadmodum).—In the dat. (B-D-F §198, 4; Rob. 487.—Pap. [Mayser II/2, p. 281]; Jos., Ant. 5, 339; Just., D. 10, 4; Tat. 17, 1) παντὶ τρόπῳ in any and every way (Aeschyl., Thu. et al.; X., Cyr. 2, 1, 13; Pla., Rep. 2, 368c; pap; 1 Macc 14:35; Jos., Ant. 17, 84; Just., D. 68, 2) Phil 1:18. ποίῳ τρόπῳ; (Aeschyl., Soph. et al.; TestJos 7:1; ApcrEzk [Epiph 70, 9]) Hv 1, 1, 7 (τόπῳ Joly). ποίοις τρόποις m 12, 3, 1.② the way in which a pers. behaves or lives, ways, customs, kind of life (Pind., Hdt. et al; Michel 545, 7; pap, LXX; Jos., Ant. 12, 252; Tat. 21, 2; SibOr 4, 35; ‘way of life, turn of mind, conduct, character’) Hv 1, 1, 2. ἀφιλάργυρος ὁ τρόπος Hb 13:5 (X., Cyr. 8, 3, 49 τρόπος φιλέταιρος). Also pl. (Aeschyl. et al.; Appian, Bell. Civ. 4, 95 §398; SIG 783, 11; IG XII/7, 408, 8; EpArist 144) ἔχειν τοὺς τρόπους κυρίου have the ways that the Lord himself had or which the Lord requires of his own D 11:8.—B. 656. DELG s.v. τρέπω C 2. M-M. -
3 τρόπος
ο1) способ, приём; образ, манера; путь, средство;τρόπος παραγωγής — способ производства;
με τί τρόπο; — каким образом?;
με καινούργιο τρόπο — на новый лад, на новый манер;
με διαφορετικούς τρόπους — на разные лады;
2) образ, склад, характер;τρόπος ζωής ( — или του ζην) — образ жизни;
τρόπος της σκέψης — образ мыслей;
3) (материальные) возможности; средства;4) муз. лад;μείζων (ελάσσων) τρόπος — мажорный (минорный) лад;
§ κατ' αυτόν τον τρόπο — таким образом;
κατά κάποιο τρόπο — или τρόπον τινά — некоторым образом; — так сказать;
κατά τον ίδιο τρόπο — равным образом;
με κανένα τρόπο — или κατ' ούδένα τρόπρν — никоим образом;
με κάθε τρόπο — или διά παντός τρόπου — любым способом, во что бы то ли стало; — всеми средствами;
με τρόπο — осторожно, деликатно
-
4 σημείωσις
A indication, notice, Plu.2.961c.II inference from a sign, Phld.Sign.2, al.; ὁ καθ' ὁμοιότητα τρόπος τῆς ς. ib.1; ὁ κατ' ἀνασκευὴν τρόπος τῆς ς. ib.31.2 Medic., remarking, observing of symptoms, Gal.19.394; used by the νεώτεροι for διάγνωσις acc. to Heliod. ap. Orib.45.16.4; later, examination, ἡ διὰ τοῦ πυρῆνος ς. Paul.Aeg.6.77.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σημείωσις
-
5 ἀνασκευή
A pulling down: suppression of desires, Arr.Epict.4.1.175.2 refutation of arguments, S.E.M.6.4, cf. Quint.Inst.2.4.18, Hermog. Prog.5; ὁ κατ' -ὴν τρόπος negative mood, proof by denial or argument from non-existence, Phld.Sign.31, al.; removal, cure,πυρετῶν Dsc. 3.137
;ἰσχιάδος Archig.
ap. Aët.12.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνασκευή
-
6 образ
образ Iм1. (облик, вид) ἡ εἰκό-να [-ών], ἡ μορφή·2. (характер, склад) ὁ τρόπος:\образ жизни ὁ τρόπος ζωής, ὁ τρόπος του ζήν \образ мыслей ὁ τρόπος τής σκέψης·3. (способ) ὁ τρόπος:некоторым \образом τρόπον τινά, κατά κάποιο τρόπο· главным \образом κυρίως, πρό παντός, κατ' ἐξοχήν равным \образом κατά τόν ίδιο τρόπο· каким \образом? μέ ποιό τρόπο;, μέ τί τρόπο;· никоим \образом μέ κανένα τρόπο, κατ' ού-δένα τρόπο· таким \образом ἐτσι, κατ' αὐτό τόν τρόπο·4. лит., иск. ἡ είκόνα [-ών], ἡ παράσταση [-ις]:мыслить \образами σκέπτομαι παραστατικἄ художественный \образ ἡ καλλιτεχνική είκόνά ◊ обстоятельство \образа действия грам. ὁ τροπικός προσδιορισμός· по \образу и подобию (чьему-л.) κατ· είκόνα καί ὁμοίωση.образ IIм церк. ἡ είκόνα [-ών], τό εἰκόνισμα. -
7 образ
образ 1-а α.1. μορφή, εικόνα, όψη είδος, σχήμα. || παρουσιαστικό, φιγούρα, φόρμα.2. απεικόνιση•образ внешнего мира απεικόνιση του εξωτερικού κόσμου.
3. (για έργο λογοτεχνικό, Τέχνης κ.τ.τ.) τύπος, χαρακτήρας.4. τρόπος•образ жизни τρόπος ζωής•
образ правления μορφή διοίκησης•
образ мыслей τρόπος σκέψης ή του σκέπτεσθαι•
образ действия τρόπος ενέργειας (δράσης).
5. οε οργ. πτ. μεεπ. ή αντων. χρησιμοποιείται σανεπιρ. με τη σημασία από το επίθετο): коренным -ом ριζικά•насильственным -ом δυναμικά•
главным -ом κυρίως, βασικά, προ πάντων, κατ εξοχήν•
никоим -ом με κανένα τρόπο•
равным -ом εξ ίσου•
некоторым -ом ως ένα βαθμό•
тем или иным -ом με τον ένα ή τον άλλο τρόπο•
следующим -ом με τον ακόλουθο τρόπο•
каким -ом? με τι τρόπο; πως;•
наилучшим -ом κατά τον καλύτερο τρόπο•
надлежащим -ом όπως χρειάζεται, δεόντως•
таким -ом μ αυτόν τον τρόπο, κατ αυτόν τον τρόπο, έτσι•
иным -ом κατ άλλον τρόπο.
εκφρ.в -е – εν είδη, ως, σαν•по -у и подобию – κατ εικόνα και ομοίωση•утратить (потерять) человеческий образ – χάνω την ανθρώπινημορφή (χάνω τον ανθρωπισμό, αποκτηνώνομαι).образ 2-а, πλθ. -а α. (εκκλσ.) εικόνα,εικόνισμα•образ Богородицы εικόνα της Θεοτόκου.
-
8 лад
-а (ладу), προθτ. о -е, в -у, πλθ. -ы α.1. αρμονία, σύμπνοια, ομόνοια, μόνιασμα•жить в -у ζω αρμονικά•
быть не в -ах с... δεν τα πάω καλά με...• нет -у дома δεν υπάρχει ομόνοια στο σπίτι.
2. τρόπος, υπόδειγμα, στυλ•на все -ы κατ όλους τους τρόπους•
на другой лад сделать что-н. κατ άλλον τρόπον θα κάνω κάτι.
3. (μουσ.) τόνος, σύνθεση μέλους, ωδής.4. τα διαστήματα (διαιρέσεις στη λαβή μουσικού οργάνου).5. πλθ. τα πλήκτρα (φυσαρμόνικας ή πνευστών οργάνων).6. σκαρί ζώων.εκφρ.не в -у ή не в -ах (жить, быть – κ.τ.τ.) σε διχόνοια•идти (пойти) на лад – στρώνω, ρεγουλάρω•ни складу ни -у – ασυναρτησίες. -
9 ἐπι-χωριάζω
ἐπι-χωριάζω, im Lande sein, sich wo aufhalten, verkehren mit Einem, τινί, Luc. Pseudol. 19; οὐδεὶ ς ἐπιχωριάζει τὰ νῦν Ἀϑήναζε, kommt oft nach Athen, Plat. Phaed. 57 a; ϑάλασσα ἐπιχωριάζουσα, das ans Land fluthende Meer, Polem. 2, 25. – Gew. einheimisch sein, τὸ πάϑος ἐπιχωριάζει τῇ νήσῳ Strab. X, 487; landesüblich sein, Mode sein, περὶ Ἀϑήνας οὕτως ἐπεχωρίασεν ἡ αὐλητική Arist. pol. 8, 6; ὁ περὶ τὴν πλεονεξίαν τρόπος οὕτως ἐπιχωριάζει παρὰ τοῖς Κρησίν Pol. 6, 46, 3; Plut. Lyc. 4. 24; Luc. Nigr. 34; γλώττης τῆς κατ' ἐκεῖνον τὸν χρόνον ἐπιχωριαζούσης D. Hal. Lys. 2. – So auch med., ἐν ὅσοις τῶν πόλεων ἐπιχωριάζεται τὸ νέους συζευγνύναι καὶ νέας Arist. pol. 7, 16; ἐπιχωριαζομένη παρ' αὐτοῖς συνήϑεια bei Ath. XIV, 619 f.
-
10 εκεί
επί р р.1) там;εκεί πάνω (κάτω, μέσα) — там вверху (внизу, внутри);
εκεί κάπου — где-то там;
εκεί πέρα ( — вот) там; — туда;
εκεί όπου... — там, где...;
εδώ κι' εκεί — тут и там;
παρ' εκεί — или παρέκει — чуть дальше, подальше;
2) туда;προς τα εκεί — туда, в том направлении;
κατ' εκεί — туда, в ту сторону;
απ' εκεί — а) оттуда;
б) там;περάστε απ' εκεί — пройдите там;
απ' εδω κι' απ' εκεί — отсюда и оттуда;
ως εκεί — до того места;
απ1 εδώ φς εκεί — отсюда до того места;
§ εκεί πού — а) когда; — в то время как; — пока; — б) вместо того, чтобы;
εκεί πού ήμουν να φύγω — как раз, когда я собрался уйти;
εκεί πού μιλούσαμε — в то время, когда мы разговаривали, пока мы разговаривали;
εκεί πού γκρινιάζεις καλύτερα να το κάνεις μόνος σου — чем ворчать, лучше бы ты сам сделал;
ακοδς εκεί! — подумать, только!;
είδες εκεί! — ты только погляди!, надо же!;
γιά δες εκεί! — как тебе это нравится!;
что ты на это скажешь!;τί λες εκεί! — как бы не так!;
εκεί θράσος! — какая бесцеремонность!;
ακοδς εκεί αναίδεια! — какая наглость!;
κύτταξ' εκεί αυθάδεια! — какая дерзость!;
είδες εκεί τρόπος! — какие безобразные манеры!;
κοίτα κει μούτρα πού σού τα έχει] посмотри, какая рожа! -
11 ίδιος
α, ο [ία, ον]1) собственный, свой; εκ της ιδίας μου περιουσίας на собственные средства; εξ ιδίων μου за свой счёт; βλέπω με τα ίδια μου τα μάτια видеть своими собственными глазами, видеть самому; εξ ιδίων κρίνω τα αλλότρια судить о других по себе; μεταβαίνω (или επιστρέφω, επανέρχομαι, επανακάμπτω) εις τα ίδια возвращаться домой, восвояси; 2) свой, личный, особый, характерный;ίδιος τρόπος — а) своя характерная манера (делать что-л.); — б) особый способ;
ιδία είσοδος особый, отдельный вход;(δεν) είναι ιδιον κάποιου (не)свойственно, (не) подобает кому-л.; не является характерной особенностью; 3) похожий, вылитый; одинаковый;είναι ίδιος με τον πατέρα του — он весь в отца, он вылитый отец;
ίδιος στο χρώμα — одинакового цвета;
4) (с артиклем) тот же самый, точно такой же, одинаковый;όλο το ίδιο, όλο τα ίδια или τα ίδια και τα ίδια одно и то же; τα ίδια или τό ίδιο то же (самое); κοπανάω όλο τα ίδια заладить одно и то же; λέγω τα ίδια και τα ίδια твердить одно и то же; σε όλους φέρνεται το ίδιο он поступает одинаково со всеми; τό ιδιο κάνει всё равно; είναι το ιδιο σαν... это всё равно, что...; είναι το ίδιο это одно и то же; τό ίδιο μού κάνει мне всё равно; προϊόντα της ιδιας προέλευσης продукция того же происхождения; της ίδιας ηλικίας одного возраста; έχουν το ίδιο μπόϊ (ανάστημα) они одного роста; κατά τον ίδιο τρόπο равным образом; με τον ίδιον τρόπο одинаковым способом; στον ίδιο βαθμό в одинаковой мере; 5) (с артиклем) сам, лично;θα έλθω ο ίδιος — я приду сам;
η ίδια η κατάσταση επιβάλλει сама обстановка заставляет;§ ιδίαις χερσίν собственноручно; κατ' ιδίαν а) отдельно; б) наедине; τα ίδια Παντελάκη μου, τα ϊδια Παντελή μου или τα ίδια της συχωρεμένης погов, опять одно и то же -
12 νῦν
A now, both of the present moment, and of the present time generally, οἳ ν. βροτοί εἰσιν mortals of our day, Il.1.272 ; so in [dialect] Ion. and [dialect] Att., οἱ ν. [ἄνθρωποι] men of the present day, Hdt.1.68 ;οἵ γε ν. Pi.O.1.105
, B.5.4, cf. Arist.Metaph. 1069a26 ; ὁ ν. τρόπος, τὸ ν. βαρβαρικόν, Th.1.6 ; Βοιωτοὶ οἱ ν. ib.12 ;ὁ ν. παρὼν χρόνος S.Tr. 174
, al., Pl.Prm. 141e ;ἡμέρα ἡ ν. S.OT 351
;νὺξ ἡ ν. Id.Ant.16
;ἡ ν. ὁδός Id.El. 1295
;τὸ ν.
the present,Arist.
Ph. 218a6, al. ;ἀπὸ τοῦ ν. Pl.Prm. 152c
, LXXGe.46.30, etc. ;ἀπὸ ν. AP5.40
(Rufin.) ;ἕως τοῦ ν. LXXGe.46.34
; μέχρι ν. (v.l. μ. τοῦ ν.) D.S.17.110 ; τὰ ν. simply, = ν., Hdt.7.104, E.Heracl. 641, etc. ;τό περ ν. Pi. N.7.101
;τὰ δὲ ν. S.OC 133
(lyr.) ;τὸ ν. εἶναι Pl.R. 506e
, X.Cyr.5.3.42, Arist.Ath.31.2 ;τὸ ν. ἔχον Act.Ap.24.25
.2 of the immediate past, just now, but now,ν. Μενέλαος ἐνίκησεν Il.3.439
, cf. 13.772, Od. 1.43, S.OC84, X.Cyr.4.5.48 ;ν. γοῦν ἐπεχείρησας Pl.R. 341c
;ἡλίκα ν. ἐτραγῴδει D.18.13
.3 of the future, presently,ν. αὖτ' ἐγχείῃ πειρήσομαι Il.5.279
, cf. 20.307, Od.1.200 ;ν. φεύξομαι, τόθ' ἁγνὸς ὤν E.El. 975
; cf. νῦν δή, νυνί.4 sts. opp. to what might have been under other circumstances, as it is (or was), as the case stands (or stood), as a matter offact,ν. δ' ὁ μὲν ὣς ἀπόλωλε Od.1.166
;εἰ μὲν ὑπώπτευον, οὐκ ἂν.. ἐποιούμην· ν. δὲ κτλ. Th.4.126
, cf. 1.122, 3.113, Pl. Cra. 384b, D.18.195, etc. ; καὶ ν. even so, X.An.7.4.24,7.7.17.5 coupled with other Particles,τὰ ν. γε S.Ph. 245
, etc. ;ν. γε μάν Pi. P.1.50
; ν. δή, v. h. v. : with other expressions of Time, ν... σήμερον, ν. ἡμέρη ἥδε, Il.7.29, 13.828 ;ν. ἤδη
henceforth,S.
Ant. 801 (anap.), etc. ;ν... ἄρτι
but now,Pl.
Cra. 396c.II enclit. (but see below) νυν, νυ. [νυ only [dialect] Ep., [dialect] Boeot., and Cypr. (also Arc. in ὅνυ, q. v.) ; νῠν twice in Hom., Il.10.105, 23.485 : ῡ?νῦνX in Trag. ([pron. full] ῡ A.Th. 242, 246, S.Ant. 705, E.Or. 1678, etc. ; [pron. full] ῠ S.Tr.92, E.Andr.91, etc.), [pron. full] ῡ in Com. (Ar.V. 1381, Pl. 975, al.), exc. Cratin.144, Ar.Th. 105 (lyr., citing Agatho), and perh. Nu.141 ; both quantities in τοίνυν, q.v.]1 rarely of Time, now, perh. so used in Il.10.105, cf. Parm.19.1, Pi. P.11.44, al., Epich.170.6.2 in [dialect] Ep. mostly as a particle of emphasis,ἧκε δ' ἐπ' Ἀργείοισι κακὸν βέλος· οἱ δέ νυ λαοὶ θνῇσκον Il.1.382
, etc.: freq. coupled with other Particles or Conjs.,ἦ ῥά ν. 4.93
;καί νύ κεν 3.373
; οὔ ν., μή νύ τοι, 10.165, 1.28 ; ἐπεί νύ τοι ib. 416 ;ὥς νύ περ 2.258
.3 in commands or entreaties,μή ν. μοι νεμεσήσετ' 15.115
: freq. with other Advbs., δεῦρό ν. come now ! 23.485 ;ἐνταῦθά ν. ὕβριζε A.Pr.82
, cf. Ar.Th. 1001, V. 149, Pl. 724 ; , V. 430, Pl. 316 : freq. with imper., φέρε ν. ib. 789 ; , V. 381 ;σπεῦδέ ν. Id.Pl. 414
;σίγαν. S.Aj.87
, Cratin.l.c. ;περίδου ν. Ar.Nu. 644
, cf. X.Cyr.5.3.21, etc. ;ὕφαινέ ν. B.18.8
; so in [dialect] Boeot.,ν. ἔνθω IG7.3172.88
(Orchom.) ; also in Cypr. with opt. in commands, δυϝάνοι ν., δώκοι ν., Inscr.Cypr.135.6,16 H. ([place name] Idalion).4 in questions, τίς ν. ; τί ν. ; who, what, why now? Il.5.373, 1.414,4.31 ; ἦ νυ.. ; Od.6.125. [In signf. I always perispom. In signf. II perispom. exc. when short, Hdn.Gr.2.39, al. ; enclit. when short, sts. in codd., as Il.23.485 (Pap. in AJP21.304, etc. ; oxyt. when = δή, Tyrannioap.Hdn.Gr.2.27 ; καθ' ὁμαλισμόν or κατ' ἔγκλισιν when=δή, Sch.Ar.Pl. 414, Sch.A.R.1.664). In codd. usu. perispom. in both senses, A.Pr.82, Th. 242, 246, S.Ant. 705,El. 324, Ar.Pl. 414, V. 758, 922, etc. ; even νῠν is written νῦν in codd. vett. Pi. passim, also in S.Aj.87, Tr.92, etc. ; hence νυν may freq. be restored where the sense requires it. The accent of τοίνῡ?νῦνXν perh. shows that both νῠν and νῡν could be enclitic.—Position: in signf. I νῦν can occupy any position ; in signf. II it prefers (like other enclitics, but also like ἄν, δέ, γάρ, etc.) the second place in the sentence, e.g.πρός νύν σε πατρός S.Ph. 468
, cf. OC 1333 ;ἀπό νύν με λείπετ' ἤδη Id.Ph. 1177
(lyr.) ;μετά νυν δός E.Supp.56
(lyr.) ; νυ (always enclitic) precedes other enclitics and allows only δέ to precede.] (Cf. Skt. nú, n[umacracute], nūnám, OE. nū 'now', etc.) -
13 ὁμολογέω
A- ήσω Hdt.8.144
, etc.: [tense] aor.ὡμολόγησα Id.9.88
, etc.: [tense] perf.ὡμολόγηκα And.1.29
, etc.:—[voice] Med., [tense] pres. and [tense] aor., Pl. (v. infr.):— [voice] Pass., [tense] fut. (v.l.), Pl.Tht. 171b : [tense] aor.ὡμολογήθην Th.8.29
, etc.: [tense] pf.ὡμολόγημαι Pl.
(v. infr.), etc.:— to be ὁμόλογος : hence,I agree with, say the same thing as, c. dat.,λέγουσι Κορίνθιοι, ὁμολογέουσι δέ σφι Λέσβιοι Hdt.1.23
, cf. 171, 2.4 ; Κυρηναῖοι τὰ περὶ Bάττον οὐδαμῶς -έουσι Θηραίοισι Id.4.154
.II correspond, agree with, whether of persons or things, c. dat.,[τὸ ἓν] ἑωυτῷ ὁ. Heraclit.51
;ὁμολογέουσι ταῦτα τοῖσι Ὀρφικοῖσι Hdt.2.81
;αὗται αἱ πόλιες τῇσι πρότερον λεχθείσῃσι ὁμολογέουσι κατὰ γλῶσσαν οὐδέν Id.1.142
, cf. 2.18 ; have to do with, ; ; ; ὥστε μηδὲν ὁμολογεῖν τὼ τρόπω τὼ ἀλλήλων are utterly unlike, Lys.20.12.b to be coordinated,πρὸς ἓν ἔργον Gal.UP1.8
: metaph., of a vowel, agree, i. e. form a diphthong, Plu.2.737f.2 agree to a thing, grant, concede, ὁμολογῶ τάδε S.l.c.: abs., Hdt.8.94 ; ; ; ὁμολογοῖεν ἂν ἡμῖν οἱ ἄνθρωποι, ἢ οὔ; Id.Prt. 357a ; ὅπως.. τῇ τύχῃ σου χάριτας ὁμολογεῖν δυνηθῶ that I may avow my gratitude.., PRyl.114.32 (iii A. D.) ; ὁ. χάριν θεοῖς acknowledge gratitude, Luc.Laps.15 (ὁ. ἔν τινι Ev.Matt.10.32
appears to be an Aramaism ;ὁ. ἐφ' ἁμαρτίαις LXX Si.4.26
): without acc. rei, ὁμολογῶ σοι I grant you, i.e. 1 admit it, Ar.Pl.94 ; parenthetically, ἀφειλόμην, ὁμολογῶ I allow it, X.An.6.6.17 : c. inf., ὁ. Νικίαν ἑορακέναι allows, confesses that he has seen.., Eup. 181.3 ; ὁ. σε ἀδικεῖν I confess that I am wronging thee, E.Fr. 265 ;ὁ. κλέπτειν Ar.Eq. 296
, cf. Antipho 2.4.8 ;ὁ. καπηλεύειν Isoc.2.1
; ὁ. οὐκ εἰδέναι confess ignorance, Arist.SE 183b8 ;ὁ. πατάξαι Ar.V. 1422
;ὁμολογοῦσι νοσεῖν μᾶλλον ἢ σωφρονεῖν Pl.Phdr. 231d
;ὁ. ἓν πάντα εἶναι Heraclit.50
;ὁ. Μειδίαν ἁπάντων λαμπρότατον γεγενῆσθαι D.21.153
, cf. 197 ; esp. in receipts, ὁ. ἀπέχειν, ἐσχηκέναι, etc., PHib.1.97.5 (iii B. C.), CPR229.3 (iii A. D.), etc. ; in contracts,ὁ. διαλελύσθαι πρὸς ἀλλήλους PHib.1.96.5
(iii B. C.), cf. BGU1160.3 (i B. C.), etc. ;τοῦθ' ὁ. ὡς.. Pl.Chrm. 163a
, cf. Lg. 896c : also c. Partic.,ὁ. τινὰ δίκαια ὄντα Id.Cri. 49e
, 50a ; v. infr. c.3 agree or promise to do, c. [tense] fut. inf., Antipho 6.23, And.1.62, Pl.Smp. 174a,Phdr. 254b, etc.: c. [tense] aor. inf., D.42.12 : c. [tense] pres. inf.,ὡμολόγησαν ἑκατὸν τάλαντα ἐκτείσαντες ἀζήμιοι εἶναι Hdt.6.92
: also freq. abs., promise, μισθῷ ὁμολογήσαντες (sc. ἀπαλλάξεσθαι) Id.2.86 ; ὁ ὁμολογῶν the person who gives an undertaking, BGU297.22 (i A. D.), etc. ; make an agreement, come to terms, τινι with another, Hdt.6.33,7.172, al. ; ἐπὶ τούτοισι on these terms, Id.1.60, cf. 8.140.β', Th.4.69.b c. acc., promise, τῆς ἐπαγγελίας ἧς (for ἣν)ὡμολόγησεν ὁ θεὸς τῷ Ἀβραάμ Act.Ap.7.17
;θεῷ ὑψίστῳ εὐχὴν Αὐρήλιος Ἀσκλάπων, ἣν ὡμολόγησεν ἐν Ῥώμῃ IGRom.4.542
([place name] Phrygia).B [voice] Med., in sense of [voice] Act.,ὑπεναντίος ὁ τρόπος.. ὁμολογεόμενος Hp.Vict.1.11
; ;νόμοι σφίσιν αὐτοῖς ὁ. Isoc.2.17
, cf. 6.14 ;τὸ ταὐτὸν καὶ ὁ. Pl.Lg. 741a
; ;- ούμενος καὶ σύμφωνος κατὰ τὸν βίον Plb.31.25.8
;τοῦτο -ήσασθαι ὅτι.. Pl.Cra. 439b
, etc.C [voice] Pass., to be agreed upon, allowed or granted by common consent, X.An.6.3.9, etc. ; : c. inf., with predicate added, to be allowed or confessed to be so and so, ; , cf. X. An.1.9.20, etc.2 without inf., ἡ τοῦ οἰκείου.. ἕξις.. δικαιοσύνη ἂν ὁμολογοῖτο should be allowed [to be] justice, Pl.R. 434a ;- ούμενοι δοῦλοι And.4.17
; τοὺς -ουμένους θεούς those who are admitted [to be] gods, Timocl.1.2, cf. Th.6.89.3 abs., it is granted, agreed,Pl.
Phd. 72a, al. ; τὰ ὡμολογημένα the things granted, ibid. ; ἐξ ὁμολογουμένου, = ὁμολογουμένως, Plb.3.111.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμολογέω
См. также в других словарях:
ДИОНИСИЙ Киренский — ДИОНИСИЙ (Διονύσιος) Киренский (сер. 2 в. до н. э.) греческий философ, стоик, ученик Панэтия, последний заметный логик стоической школы. Возможно, учился также у Антипатра из Тарса. Сочинения Дионисия (не сохранились) написаны в связи с… … Философская энциклопедия
ДИОНИСИЙ КИРЕНСКИЙ — ДИОНИСИЙ КИРЕНСКИЙ (Διονύσιος ὁ Κυρηναῖος) (сер. 2 в. до н. э.), стоик, ученик Панетия, учившийся, возможно, также у Антипатра из Тарса; последний заметный логик стоической школы. Сочинения Д. (не сохранились) написаны в связи с… … Античная философия
ελκυστές — Τρόπος περιγραφής της μακρόχρονης συμπεριφοράς ενός συστήματος στον χώρο των φάσεων. Η ισορροπία και οι σταθερές καταστάσεις αντιστοιχούν σε σταθερούς σημειακούς ε., οι περιοδικές καταστάσεις σε ε. οριακού κύκλου και οι χαοτικές καταστάσεις σε… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
ВОПЛОЩЕНИЕ — [греч. ἐνσάρκωσις, лат. incarnatio], ключевое событие истории спасения, состоящее в том, что предвечное Слово (Логос), Сын Божий, Второе Лицо Пресв. Троицы, восприняло человеческую природу. Вера в факт В. служит основанием христ. исповедания… … Православная энциклопедия
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek