Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ὁ+κατ'+-ὴν+τρόπος

  • 1 τρόπος

    ο
    1) способ, приём; образ, манера; путь, средство;

    τρόπος παραγωγής — способ производства;

    με τί τρόπο; — каким образом?;

    με καινούργιο τρόπο — на новый лад, на новый манер;

    με διαφορετικούς τρόπους — на разные лады;

    2) образ, склад, характер;

    τρόπος ζωής ( — или του ζην) — образ жизни;

    τρόπος της σκέψης — образ мыслей;

    3) (материальные) возможности; средства;
    4) муз. лад;

    μείζων (ελάσσων) τρόπος — мажорный (минорный) лад;

    § κατ' αυτόν τον τρόπο — таким образом;

    κατά κάποιο τρόπο — или τρόπον τινά — некоторым образом; — так сказать;

    κατά τον ίδιο τρόπο — равным образом;

    με κανένα τρόπο — или κατ' ούδένα τρόπρν — никоим образом;

    με κάθε τρόπο — или διά παντός τρόπου — любым способом, во что бы то ли стало; — всеми средствами;

    με τρόπο — осторожно, деликатно

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > τρόπος

  • 2 εκεί

    επί р р.
    1) там;

    εκεί πάνω (κάτω, μέσα) — там вверху (внизу, внутри);

    εκεί κάπου — где-то там;

    εκεί πέρα ( — вот) там; — туда;

    εκεί όπου... — там, где...;

    εδώ κι' εκεί — тут и там;

    παρ' εκεί — или παρέκει — чуть дальше, подальше;

    2) туда;

    προς τα εκεί — туда, в том направлении;

    κατ' εκεί — туда, в ту сторону;

    απ' εκεί — а) оттуда;

    б) там;

    περάστε απ' εκεί — пройдите там;

    απ' εδω κι' απ' εκεί — отсюда и оттуда;

    ως εκεί — до того места;

    απ1 εδώ φς εκεί — отсюда до того места;

    § εκεί πού — а) когда; — в то время как; — пока; — б) вместо того, чтобы;

    εκεί πού ήμουν να φύγω — как раз, когда я собрался уйти;

    εκεί πού μιλούσαμε — в то время, когда мы разговаривали, пока мы разговаривали;

    εκεί πού γκρινιάζεις καλύτερα να το κάνεις μόνος σου — чем ворчать, лучше бы ты сам сделал;

    ακοδς εκεί! — подумать, только!;

    είδες εκεί! — ты только погляди!, надо же!;

    γιά δες εκεί! — как тебе это нравится!;

    что ты на это скажешь!;

    τί λες εκεί! — как бы не так!;

    εκεί θράσος! — какая бесцеремонность!;

    ακοδς εκεί αναίδεια! — какая наглость!;

    κύτταξ' εκεί αυθάδεια! — какая дерзость!;

    είδες εκεί τρόπος! — какие безобразные манеры!;

    κοίτα κει μούτρα πού σού τα έχει] посмотри, какая рожа!

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εκεί

  • 3 ίδιος

    α, ο [ία, ον]
    1) собственный, свой; εκ της ιδίας μου περιουσίας на собственные средства; εξ ιδίων μου за свой счёт; βλέπω με τα ίδια μου τα μάτια видеть своими собственными глазами, видеть самому; εξ ιδίων κρίνω τα αλλότρια судить о других по себе; μεταβαίνω (или επιστρέφω, επανέρχομαι, επανακάμπτω) εις τα ίδια возвращаться домой, восвояси; 2) свой, личный, особый, характерный;

    ίδιος τρόπος — а) своя характерная манера (делать что-л.); — б) особый способ;

    ιδία είσοδος особый, отдельный вход;
    (δεν) είναι ιδιον κάποιου (не)свойственно, (не) подобает кому-л.; не является характерной особенностью; 3) похожий, вылитый; одинаковый;

    είναι ίδιος με τον πατέρα του — он весь в отца, он вылитый отец;

    ίδιος στο χρώμα — одинакового цвета;

    4) (с артиклем) тот же самый, точно такой же, одинаковый;
    όλο το ίδιο, όλο τα ίδια или τα ίδια και τα ίδια одно и то же; τα ίδια или τό ίδιο то же (самое); κοπανάω όλο τα ίδια заладить одно и то же; λέγω τα ίδια και τα ίδια твердить одно и то же; σε όλους φέρνεται το ίδιο он поступает одинаково со всеми; τό ιδιο κάνει всё равно; είναι το ιδιο σαν... это всё равно, что...; είναι το ίδιο это одно и то же; τό ίδιο μού κάνει мне всё равно; προϊόντα της ιδιας προέλευσης продукция того же происхождения; της ίδιας ηλικίας одного возраста; έχουν το ίδιο μπόϊ (ανάστημα) они одного роста; κατά τον ίδιο τρόπο равным образом; με τον ίδιον τρόπο одинаковым способом; στον ίδιο βαθμό в одинаковой мере; 5) (с артиклем) сам, лично;

    θα έλθω ο ίδιος — я приду сам;

    η ίδια η κατάσταση επιβάλλει сама обстановка заставляет;
    § ιδίαις χερσίν собственноручно; κατ' ιδίαν а) отдельно; б) наедине; τα ίδια Παντελάκη μου, τα ϊδια Παντελή μου или τα ίδια της συχωρεμένης погов, опять одно и то же

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ίδιος

См. также в других словарях:

  • ДИОНИСИЙ Киренский —     ДИОНИСИЙ (Διονύσιος) Киренский (сер. 2 в. до н. э.) греческий философ, стоик, ученик Панэтия, последний заметный логик стоической школы. Возможно, учился также у Антипатра из Тарса. Сочинения Дионисия (не сохранились) написаны в связи с… …   Философская энциклопедия

  • ДИОНИСИЙ КИРЕНСКИЙ —     ДИОНИСИЙ КИРЕНСКИЙ (Διονύσιος ὁ Κυρηναῖος) (сер. 2 в. до н. э.), стоик, ученик Панетия, учившийся, возможно, также у Антипатра из Тарса; последний заметный логик стоической школы. Сочинения Д. (не сохранились) написаны в связи с… …   Античная философия

  • ελκυστές — Τρόπος περιγραφής της μακρόχρονης συμπεριφοράς ενός συστήματος στον χώρο των φάσεων. Η ισορροπία και οι σταθερές καταστάσεις αντιστοιχούν σε σταθερούς σημειακούς ε., οι περιοδικές καταστάσεις σε ε. οριακού κύκλου και οι χαοτικές καταστάσεις σε… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • ВОПЛОЩЕНИЕ — [греч. ἐνσάρκωσις, лат. incarnatio], ключевое событие истории спасения, состоящее в том, что предвечное Слово (Логос), Сын Божий, Второе Лицо Пресв. Троицы, восприняло человеческую природу. Вера в факт В. служит основанием христ. исповедания… …   Православная энциклопедия

  • οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»