-
1 ἐπι-χωριάζω
ἐπι-χωριάζω, im Lande sein, sich wo aufhalten, verkehren mit Einem, τινί, Luc. Pseudol. 19; οὐδεὶ ς ἐπιχωριάζει τὰ νῦν Ἀϑήναζε, kommt oft nach Athen, Plat. Phaed. 57 a; ϑάλασσα ἐπιχωριάζουσα, das ans Land fluthende Meer, Polem. 2, 25. – Gew. einheimisch sein, τὸ πάϑος ἐπιχωριάζει τῇ νήσῳ Strab. X, 487; landesüblich sein, Mode sein, περὶ Ἀϑήνας οὕτως ἐπεχωρίασεν ἡ αὐλητική Arist. pol. 8, 6; ὁ περὶ τὴν πλεονεξίαν τρόπος οὕτως ἐπιχωριάζει παρὰ τοῖς Κρησίν Pol. 6, 46, 3; Plut. Lyc. 4. 24; Luc. Nigr. 34; γλώττης τῆς κατ' ἐκεῖνον τὸν χρόνον ἐπιχωριαζούσης D. Hal. Lys. 2. – So auch med., ἐν ὅσοις τῶν πόλεων ἐπιχωριάζεται τὸ νέους συζευγνύναι καὶ νέας Arist. pol. 7, 16; ἐπιχωριαζομένη παρ' αὐτοῖς συνήϑεια bei Ath. XIV, 619 f.
См. также в других словарях:
ДИОНИСИЙ Киренский — ДИОНИСИЙ (Διονύσιος) Киренский (сер. 2 в. до н. э.) греческий философ, стоик, ученик Панэтия, последний заметный логик стоической школы. Возможно, учился также у Антипатра из Тарса. Сочинения Дионисия (не сохранились) написаны в связи с… … Философская энциклопедия
ДИОНИСИЙ КИРЕНСКИЙ — ДИОНИСИЙ КИРЕНСКИЙ (Διονύσιος ὁ Κυρηναῖος) (сер. 2 в. до н. э.), стоик, ученик Панетия, учившийся, возможно, также у Антипатра из Тарса; последний заметный логик стоической школы. Сочинения Д. (не сохранились) написаны в связи с… … Античная философия
ελκυστές — Τρόπος περιγραφής της μακρόχρονης συμπεριφοράς ενός συστήματος στον χώρο των φάσεων. Η ισορροπία και οι σταθερές καταστάσεις αντιστοιχούν σε σταθερούς σημειακούς ε., οι περιοδικές καταστάσεις σε ε. οριακού κύκλου και οι χαοτικές καταστάσεις σε… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
ВОПЛОЩЕНИЕ — [греч. ἐνσάρκωσις, лат. incarnatio], ключевое событие истории спасения, состоящее в том, что предвечное Слово (Логос), Сын Божий, Второе Лицо Пресв. Троицы, восприняло человеческую природу. Вера в факт В. служит основанием христ. исповедания… … Православная энциклопедия
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek