Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὀφθαλμ-ία

См. также в других словарях:

  • -ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …   Dictionary of Greek

  • ακορία — (I) η (Α ἀκορία) νεοελλ. Ιατρ. έλλειψη κορεσμού, από παθολογική αύξηση τής όρεξης αρχ. 1. το να μην τρώει κανείς μέχρι κορεσμού, εγκράτεια στο φαγητό 2. ανικανοποίητη, υπερβολική επιθυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκορος η λ. πέρασε και στην ξεν. ιατρική… …   Dictionary of Greek

  • βλεφαροσπασμός — ο (οφθαλμ.) ακούσια σύσπαση του σφιγκτήρα μυός των βλεφάρων …   Dictionary of Greek

  • εσωφορία — η (οφθαλμ.) διαταραχή τής διόφθαλμης (αμφοτερόφθλαμης) οράσεως, βλ. ετεροφορία …   Dictionary of Greek

  • ετεροσκοπία — η (οφθαλμ.) η κατάσταση κατά την οποία κάθε μάτι έχει διαφορετική οπτική δύναμη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heteroscopy < hetero (πρβλ. ετερο *) + scopy (πρβλ. σκοπία < σκοπός)] …   Dictionary of Greek

  • ετεροφορία — η (οφθαλμ.) στιγμιαία και παροδική λειτουργική διαταραχή τής διόφθαλμης όρασης που έχει σχέση με μεταβολές τής ισορροπίας τών οφθαλμοκινητικών μυών, είδος παροδικού στραβισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < νεολατ. heterophoria < hetero (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • λυσσιατρείο — το ειδικό θεραπευτήριο στο οποίο γίνεται προληπτική θεραπεία τής λύσσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + ιατρείο (πρβλ. οφθαλμ ιατρείο). Η λ., στον λόγιο τ. λυσσιατρεῖον, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

  • μετωπηδόν — (Α μετωπηδόν και μετωπαδόν) επίρρ. με το πρόσωπο στραμμένο προς τα εμπρός, κατά μέτωπο, κατά πρόσωπο, κατά παράταξη («τὰς μὲν ἀρχάς ἐπιβαλεῑν μετωπηδὸν ποιούμενος τὴν ἔφοδον», Πολ.) αρχ. (για πλοία) κατά γραμμή, κατά παράταξη («μετωπηδὸν ἔταξαν… …   Dictionary of Greek

  • υποφθάλμιος — ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται κάτω από τους οφθαλμούς 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ ὑποφθάλμια τα μέρη κάτω από τους οφθαλμούς, ιδίως τα οστά («τὰ ὑποφθάλμια πελιδνὰ καὶ πεφυσημένα», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ὀφθαλμός + κατάλ. ιος… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»