Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὀσχοφόροι

См. также в других словарях:

  • οσχοφόροι — ὀσχοφόροι και ὠσχοφόροι, οἱ (Α) οι νεαροί που μετείχαν στα οσχοφόρια και κρατούσαν τους όσχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄσχος «κλήμα αμπέλου» + φόρος*] …   Dictionary of Greek

  • οσχοφορικός — ὀσχοφορικός και ώσχοφορικός, ή, όν (Α) [οσχοφόροι] ο σχετικός με τα οσχοφόρια …   Dictionary of Greek

  • οσχοφορώ — ὀσχοφορῶ και ὠσχοφορῶ, έω (Α) [οσχοφόροι] εορτάζω τα οσχοφόρια …   Dictionary of Greek

  • οσχοφόριον — ὀσχοφόριον και ὠσχοφόριον, τὸ (Α) [οσχοφόροι] 1. το ιερό τής Σκιράδος Αθηνάς στο Φάληρο 2. στον πληθ. τὰ ὀσχοφόρια ή ὠσχοφόρια μία από τις ημέρες τής αθηναϊκής εορτής Σκίρα, κατά την οποία νεαροί ευγενείς με γυναικεία περιβολή έφεραν κλάδους… …   Dictionary of Greek

  • ωσχοφόροι — οἱ, Α βλ. ὀσχοφόροι …   Dictionary of Greek

  • Οσχοφόριο — Γιορτή του τρυγητού, που γινόταν περίπου τον Οκτώβριο στην αρχαία Αθήνα. Λέγονται και Ωσχοφόρια. Κλαδιά από αμπέλια με τσαμπιά από σταφύλι μεταφέρονταν από έφηβους, που κάλυπταν τρέχοντας την απόσταση από τον ναό του Διόνυσου στην Αθήνα, έως το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»