-
1 ρόζος
ο1) нарост (на дереве); 2) мозоль -
2 завиток
1. мат. о έλιξ 2. маш. ο/η έλιξ, η καμπύλη 3. (в древесине) о όζος/ρόζος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > завиток
-
3 мозоль
(на руке) о ρόζος, (на ноге) о κάλος, ο τύλοςкостная - το οστεόφυτο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мозоль
-
4 сук
1. (крупный отросток ствола дерева) το παλούκι 2. (в доске, бревне) о όζος, о ρόζος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сук
-
5 сучок
το κλωνάρι, το κλαδί(в доске бревне) о όζος, ο ρόζοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сучок
-
6 узел /
1. маш. το τμήμαη μονάδα, το συγκρότημα· * комплектующие - лы - τα από τα οποία αποτελείται ένα σύστημα ή το σύνολο μιας μηχανής2. (затянутая петля, место где связаны концы чего-л.) оκόμποςморской - (способ завязывания каната) ναυτικός - (τρόπος δέσεως σχοινιών)З. физ. о κόμβος4. (дорог, путей, рек ит.п.) о κόμβος, το σημείο διασταύρωσης(δρόμωνοδώνποταμών κ.λπ.)5. (сборочный) η υπομονάδα,το στοιχείοсварной - το ηλεκτρο(συγ)κολ-λημένο στοιχείο/σημείο6. (совокупностьсооружений, механизмов и т.п., расположенных в одном месте и связанных междусобой общностью назначения) το συγκρότημα 7. анат. το γάγγλι/οлимфатические-лы τα λεμφογάγγλια, ο λεμφαδένας8. бот. о ρόζος. II.(мера скорости судна, исчисляемая числом морских миль, пройденных в час) о κόμβος (1.852,2 χιλιόμετρα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > узел /
-
7 мозоль
мозольж ὁ ρόζος (на руке)/ ὁ κάλλος (на ноге). -
8 нарост
наростм ὁ ὀζος, ὁ ρόζος. -
9 сучок
суч||окм τό κλωνάρι, τό κλαδί/ ὁ ρόζος (обрубленный)· ◊ без \сучокка, без задоринки разг χωρίς νά σκαλώσω πουθενά. -
10 узел
узелм1. прям., перен ὁ κόμπος, ὁ κόμβος:\узел противоречий о κόμβος τῶν ἀντιθέσεων завязывать \узел δένω κόμπο· завязывать узлом κομποδένω· развязывать \узел λύνω τόν κόμπο·2. (место скрещения, сплетение) ὁ κόμβος:железнодорожный \узел ὁ σιδηροδρομικός κόμβος· \узел дорог ὁ ὁδικός κόμβος·3. (сверток) ὁ μπόγος:\узел с вещами ὁ μπόγος μέ τά πράγματα (μέ τις ἀποσκευές)·4. бот. ὁ ρόζος, ὁ δζος·5. анат.:нервные узлы τά νευρικά γάγγλια· в. (центр) τό κέν-τρον:телефонный \узел τό τηλεφωνικόν κέν-τρον \узел связи воен. κέντρον διαβιβάσεων \узел оборо́ны τό κέντρον ἀμύνης·7. мор. (мера скорости) ὁ κόμβος:8. (прическа) ὁ κότσος:волосы собраны в \узел τά μαλλιά μαζεμένα κότσο· ◊ разрубить гордиев \узел κόβω τόν γόρδιο δεσμό. -
11 knot
[not] 1. noun1) (a lump or join made in string, rope etc by twisting the ends together and drawing tight the loops formed: She fastened the string round the parcel, tying it with a knot.) κόμπος ή φιόγκος2) (a lump in wood at the join between a branch and the trunk: This wood is full of knots.) ρόζος3) (a group or gathering: a small knot of people) ομάδα4) (a measure of speed for ships (about 1.85 km per hour).) κόμβος2. verb(to tie in a knot: He knotted the rope around the post.) δένω (με) κόμπο- knotty -
12 wart
[wo:t](a small hard growth on the skin: He has warts on his fingers.) ρόζος, εξόγκωμα -
13 балда
-ы θ.1. απλ. σφυρί βαρύ, βαριό.2. θ. (παλ. κ. διαλκ.) εξόγκωμα, όγκος, ρόζος.3. α. κ. θ. κουτός, βλάκας, χοντροκέφαλος. -
14 мозоль
-и θ.κάλος, ρόζος, τύλος.εκφρ.наступить на (любимую) мозоль кому – (απλ.) πατώ κάποιον στον κάλο (θίγω κάποιον σε ευπαθέζ σημείο). -
15 наплыв
-а α.1. συρροή, συγκέντρωση, μάζεμα.2. πρόσχωμα• κατακάθια, λάσπη.3. εξόγκωμα, ρόζος δέντρων.4. όγκος στην οπλή ζώων.5. (κινημτγ.) ομαλή αλλαγή σκηνών. -
16 нарост
-а α.1. στρώμα επιφανειακό.2. εξόγκωμα, όγκος• ρόζος (ζώων ή φυτών). -
17 сук
-а, προθτ. о суке, на суку, πλθ. сучья, -ьев κ. суки, -ов α,1. κλώνος, κλωνάρι δέντρου.2. κόμπος, ρόζος (δέντρου, σανίδας, δοκού). -
18 сучок
-чка α.1. μικρός ρόζος ξύλου.2. μικρές ξύλινες ίνες στο χαρτί. -
19 узел
узел 1узла α.1. κόμπος•завязать -ом δένωμε κόμπο•
завязать узел δένω κόμπο•
развязать узел λύνω τον κόμπο.
|| μτφ. περιπλοκή•узел противоречий κόμπος αντιθέσεων.
2. σημείο διασταύρωσης συγκοινωνιακών δρόμων•железнодорожный узел σιδηροδρομικός κόμπος•
узел связи το κέντρο διαβιβάσεων.
3. τα γάγγλια•лимфатический узел τα λεμφογάγγλια•
нервный узел εγκεφαλονωτιαία γάγγλια.
|| εξόγκωμα, οίδημα.4. βοτ. ρόζος, κόμπος• γόνατο.5. ξεχωριστότμήμα μηχανής.6. δέμα, μπόγος. || φιόγγος.7. κότσος (μαλλιών).εκφρ.морской узел – ναυτικός κόμπος (δεσίματος): завязать (связать) узелом ή в узел υποτάσσω, δαμάζω, τιθασεύω (κάνωαρνάκι, υποχείριο).узел 2узла α.κόμπος (ωριαία ταχύτητα ενός μιλλίου). -
20 ῥίζα
Grammatical information: f.Meaning: `root', also metaph. `origin, stem, base' (Il.).Dialectal forms: Myc. wiriza \/wriza\/.Compounds: Several compp., a.g. ῥιζο-τόμος m. `root-cutter, -gatherer, herbalist', πολύ-ρριζος `having many roots, rich in roots' (Hp., Thphr.).Derivatives: 1. ῥιζίον n. `little root' (Ar., Thphr.), pl. - έα (Nic., - εῖα Al. 265), prob. after ὀστέα beside (Dor.) ὀστία. 2. ῥιζίας m. ( ὀπός) `root juice' (: καυλίας; Thphr.). 3. adj. ῥίζ-ώδης `rootlike' (Thphr., Hero), - ικός `belonging to roots' (Plu.), - ινος `made of roots' ( PHolm.), - αῖος `serving as a base' (Sardes). 4. adv. ῥίζ-ηθεν (A. R.), - όθεν (Nic., Luc.) `out of the root'; - ηδόν `in a rootlike way' (Hld.). 5. verb ῥιζόομαι ( ἐρρίζωται), - όω (- ῶσαι), also w. ἐν-, ἐκ-, κατα- a.o. `to strike root, to root, to provide with roots, to affirm, to consolidate' (Od.; cf. Schwyzer 731, Ure Class Quart. N. S. 5, 226f.) with ῥίζ-ωμα n. `original ground, origin, rootworks' (A., Emp., Thphr.; Porzig Satzinhalte 188f.), - ωσις f. `striking root' (Philol., Thphr. a.o.). -- On ῥίζα and compounds and derivv. extens. Strömberg Theophrastea 5 8 ff.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: From Aeol. βρίζα appears PGr. *Ϝρίδ-ι̯α, which differs in vocalism from Lat. rādīx = rād-ī-c-s (with enlarging -c- as e.g. in genetrī-x); in both cases we have a ι̯α-, resp. ī-deriv. of a noun, which is also found in Germ. and Celt.: ONorse rōt f. `root' from PGm. *u̯rōt-, IE *u̯rād-, which may be seen also in Lat. rād-īx (cf. below); beside it, with i-stem and zero grade Goth. waurts, OE wyrt, OHG MHG wurz `herb, root', PGm. *u̯urt-i-, IE *u̯r̥d(-i)-; Celt., e.g. Welsh gwraidd coll. `roots' with ī-suffix but the root vocalism has not been explained. The Germ. and Celt. forms and ῥίζα cannot represent a weak- or reduced grade; in spite of Schwyzer 352 who wants to assume a vowel i representing a reduced grade. (Lat. rādīx, but not ONorse rōt, can represent IE *u̯rHd-, but in other forms there is no laryngeal.) So the foms cannot be explained as yet, and we must reckon with loans. (Vine UCLA Indo-European Studies I 1999, 5-30 does not solve the problem.) -- Toch. B witsako `root' remains to be explained (hypothesis by v. Windekens Lex. étym. s.v.). Further forms w. lit. in WP. 1, 288 Pok. 1167, W.-Hofmann s. rādīx. Cf. ῥάδαμνος, ῥάδιξ. Cf. also NGr. (Rhodos) ῥόζος `root', a cross of ῥίζα and ὄζος `branch' (Hatzidakis Άθ. 29, 180ff.).Page in Frisk: 2,655-656Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ῥίζα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ρόζος — ο, Ν 1. σκλήρυνση τού δέρματος, κυρίως τής παλάμης τών χεριών ή τού πέλματος τών ποδιών, κάλος 2. οφθαλμός βλαστού που έμεινε άγονος, βάση ενός κλαδιού η οποία κλείνεται μέσα στον κορμό με την κατά πάχος αύξηση τού δέντρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ.… … Dictionary of Greek
ρόζος — ο 1. όζος, κόμπος σε ξύλο: Αυτό το ξύλο έχει ρόζους και δεν κάνει για τη δουλειά μας. 2. κάλος στα πόδια ή στα χέρια: Τα χέρια του έκαναν ρόζους από την τσάπα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ροζάκης — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών. Καταγόταν από το χωριό Νίφι του Ταινάρου. Στους προεπαναστατικούς χρόνους η οικογένεια εγκαταστάθηκε στον Ταΰγετο και από εκεί αγωνίστηκε κατά των Τούρκων έως το τέλος του Αγώνα. 1. Σταθάκος. Σκότωσε έξω από τον… … Dictionary of Greek
άνοζος — ἄνοζος, ον (Α) αυτός που δεν έχει ρόζους (αποδίδεται σε δέντρα). [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + όζος «βλαστός, ρόζος»] … Dictionary of Greek
ήλος — (I) (AM ἧλος Α και δωρ. τ. άλος) 1. μακρόστενο κυλινδρικό κομμάτι συνήθως από σκληρό μέταλλο, τού οποίου η μια άκρη καταλήγει σε αιχμή ενώ η άλλη είναι διαμορφωμένη σε σχήμα ημισφαιρικής ή κολουροκωνικής κεφαλής, ώστε να χρησιμοποιείται για τη… … Dictionary of Greek
γόγγρος — ο (AM γόγγρος) τελεόστεος ιχθύς, χέλι τής θάλασσας, μουγγρί αρχ. ρόζος στον φλοιό τών δέντρων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η υπόθεση ότι πρόκειται για δάνεια λέξη μεσογειακής προελεύσεως μένει αναπόδεικτη. Πιθ. πρόκειται για δημώδη τ. που μπορεί να … Dictionary of Greek
εντυλούμαι — ἐντυλοῡμαι, όομαι (Α) γίνομαι τυλώδης, σαν κάλος, σαν ρόζος, σκληραίνω … Dictionary of Greek
επανάστημα — ἐπανάστημα, το (Α) 1. φλύκταινα, ρόζος, προεξοχή τής επιδερμίδας («τὰ τῶν χειρῶν ἐπαναστήματα άπὸ τοῡ κωπηλατεῑν», Σχόλ. Αριστοφ.) 2. γεν. κάθε προεξοχή 3. (ειδ.) προεξοχή γης, λόφος 4. λοφίο περικεφαλαίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανά στημα… … Dictionary of Greek
κρισσός — κρισσός, ὁ (AM) ο κιρσός αρχ. (κατά τον Ησύχ.) ο ρόζος τής βαλανιδιάς από τον οποίο ρέει ιξός. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού κιρσός, που εμφανίζει επίθημα σσός (πρβλ. κολο σσός) και μετάθεση τού ρ ] … Dictionary of Greek
κόμπος — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… … Dictionary of Greek
νωδόσαυρος — ο, η ζωολ. απολιθωμένο γένος ερπετών. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. nodosaurus < λατ. nodus «ρόζος, εξόγκωμα» + σαύρα)] … Dictionary of Greek