Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πολύ-ρριζος

См. также в других словарях:

  • ολόρριζος — η, ο (Α ὁλόρριζος, ον) αυτός που έχει όλη του τη ρίζα, σύρριζος αρχ. φρ. «ὁλόρριζοι ἀπολοῡνται» θα ξεκληριστούν. επίρρ... ολορρίζως και ολόρριζα (ΑΜ ὁλορρίζως) με όλη τη ρίζα, σύρριζα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + ρριζος (< ῥίζα), πρβλ. πολύ… …   Dictionary of Greek

  • πολύρριζος — και πολύριζος, η, ο / πολύρριζος και πολύριζος, ον, ΝΜΑ 1. (για φυτά) αυτός που έχει πολλές ρίζες 2. (για έδαφος) γόνιμος μσν. αρχ. (για γη) ο γεμάτος ρίζες αρχ. 1. (για ιστό σε κακοήθη ασθένεια) ινώδης 2. το ουδ. ως ουσ.τὸ πολύρριζον α) το φυτό… …   Dictionary of Greek

  • πρωτόρριζος — ον, Α πρωτότυπος, αρχέγονος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + ρριζος (< ῥίζα), πρβλ. πολύ ρριζος] …   Dictionary of Greek

  • τανύρριζος — ον, Α (για φυτό) αυτός που έχει ρίζες που εκτείνονται σε μεγάλο βάθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + ρριζος (< ῥίζα), πρβλ. πολύ ρριζος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»