-
1 ορροπύγιον
-
2 ὀρροπύγιον
-
3 ὀρροπύγιον
ὀρροπύγιον [pron. full] [ῡ], [dialect] Ion. [full] ὀρσοπύγιον GDI5702.35 (Samos, iv B. C.), τό: ([etym.] ὄρρος):—Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρροπύγιον
-
4 ορροπυγίου
-
5 ὀρροπυγίου
-
6 ορροπυγίω
-
7 ὀρροπυγίῳ
-
8 τουρροπυγίου
-
9 τοὐρροπυγίου
-
10 τουρροπύγιον
-
11 τοὐρροπύγιον
-
12 οὐρά
A tail, of a lion,οὐρῇ δὲ πλευράς τε καὶ ἰσχία.. μαστίεται Il.20.170
; of a dog,οὐρῇ μέν ῥ' ὅ γ' ἔσηνε Od. 17.302
; of the wolves and lions round the house of Circe, ; of other animals, Hes. Op. 512, Hdt. 2.38,47, Arist.PA 689b30, al.; not used of birds (cf. ὀρροπύγιον), Id.HA 504a31.II of an army marching, rearguard, rear, X.An.3.4.38, etc.; ἡ οὐ. τοῦ κέρατος rear-rank, ib.6.5.5; κατ' οὐράν τινος ἕπεσθαι to follow in his rear, Id.Cyr.2.3.21, cf. 2.4.3; ὁ κατ' οὐ. the rear-rank man, ib.5.3.45; ἐπ' οὐράν to the rear, Id.Ages.2.2;εἰς οὐράν Ael.NA16.33
; ἐπ' οὐρᾷ τῶν ἱππέων in rear, X.HG4.3.4; κατ' οὐρὰν προσπίπτειν to attack in rear, Plb.2.67.2.2 ῥήματος οὐρή, i.e. its echo, APl.4.155 (Euod.).3 ἑπτὰ κλῶνας ἐλαίας ἄρας, τὰς μὲν ἓξ δῆσον οὐρὰν καὶ κεφαλὴν ἓν καθ' ἕν, i.e. tie together the two ends of each twig separately, PMag.Par.1.1250. -
13 οὐροπύγιον
A v.l. for ὀρροπύγιον (q.v.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οὐροπύγιον
-
14 ὀρθοπύγιον
A = ὀρροπύγιον, Eratosth. Cat.25,41, Vett.Val.10.3, Sch.Arat.276.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρθοπύγιον
-
15 ὄρρος
ὄρρος, ὁ,A end of the os sacrum (cf. ὀρροπύγιον), Gal.19.127, Sch.Ar. Pl. 122, Moer.p.284 P., Ath.13.565f; but Ammon. (Diff.p.27 ) identifies it with , cf. Poll.2.173 ; = τράμις, Ruf.Onom. 101. -
16 ὑποπύγιον
ὑποπύγιον, τό,A v.l. for ὀρροπύγιον, Arist.PA 694b19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποπύγιον
См. также в других словарях:
ορροπύγιον — ὀρροπύγιον και οὐροπύγιον και ιων. τ. ὀρσοπύγιον, τὸ (Α) 1. το κάτω άκρο τού οστού τού κόκκυγος, ιδίως τών πτηνών, όπου φυτρώνουν τα φτερά τής ουράς 2. η ουρά ή ο γλουτός κάθε ζώου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρρος* «το άκρο τού ιερού οστού» + πύγιον (<… … Dictionary of Greek
ὀρροπύγιον — ὀρροπύ̱γιον , ὀρροπύγιον rump neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικρορροπύγιος — μικρορροπύγιος, ον (Α) (για πτηνά) αυτός που έχει μικρό ὀρροπύγιον*. μικρή ουρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + ὀρροπύγιον «το κάτω άκρο του οστού τού κόκκυγα»] … Dictionary of Greek
ανορροπύγιος — ἀνορροπύγιος, ον (Α) 1. αυτός που δεν έχει οπίσθια, άνουρος 2. (για έντομα) αυτός που κινείται χωρίς τη βοήθεια ουράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + ορροπύγιον «η ουρά των ζώων»] … Dictionary of Greek
ορροπυγόστικτος — ὀρροπυγόστικτος, ον (Α) αυτός που έχει την ουρά γεμάτη στίγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρροπύγιον + στικτός (< στίζω), πρβλ. ποικιλό στικτος] … Dictionary of Greek
τοὐρροπυγίου — ὀρροπῡγίου , ὀρροπύγιον rump neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοὐρροπύγιον — ὀρροπύ̱γιον , ὀρροπύγιον rump neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρροπυγίου — ὀρροπῡγίου , ὀρροπύγιον rump neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρροπυγίῳ — ὀρροπῡγίῳ , ὀρροπύγιον rump neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)