Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τράμις

См. также в других словарях:

  • τράμις — εως, ἡ, Α 1. το μεταξύ τού πρωκτού και τού αιδοίου τμήμα, το περίνεο 2. (κατά τον Ησύχ.) α) «τὸ τρῆμα τῆς ἕδρας» β) «ὁ ὄρρος» γ) «τινὲς ἔντερον» δ) «ἰσχίον». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η αναγωγή τής λ. στη ρίζα τών τείρω, τετραίνω, τόρμος… …   Dictionary of Greek

  • διάτραμις — ( εως), ο (Α) [τράμις] (για κίναιδο) «ὁ διερρωγὼς τὴν τράμιν» εκείνος τού οποίου η τράμις, ο πρωκτός, έχει πλέον διαρραγεί, ο ξεσκισμένος …   Dictionary of Greek

  • τράμη — ἡ, Α τράμις*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού τράμις, κατά τα θηλ. σε η] …   Dictionary of Greek

  • τερμιόεις — εσσα, εν, Α 1. αυτός που φθάνει μέχρι τα τέρματα, ώς τα ακρότατα σημεία (α. «ἀσπις τερμιόεσσα» ασπίδα που καλύπτει όλο το σώμα, από το κεφάλι μέχρι τα πόδια, Ομ. Ιλ. β. «χιτὼν τερμιόεις» χιτώνας που σκεπάζει όλο το σώμα, Ομ. Οδ.) 2. (το ουδ.)… …   Dictionary of Greek

  • τερπότραμις — ἡ, Α (κατά τον Φώτ.) «ἡ τῶν ἀφροδισίων τέρψις». [ΕΤΥΜΟΛ. < τέρπω + τράμις* «το μεταξύ τού πρωκτού και τού αιδοίου τμήμα»] …   Dictionary of Greek

  • ter-4, terǝ- : tr̥̄-, trā-, teru- —     ter 4, terǝ : tr̥̄ , trā , teru     English meaning: to cross, transgress, to stay, etc..     Deutsche Übersetzung: “hinũbergelangen, hindurchdringen; ũberqueren, ũberwinden, ũberholen, hinũberbringen, retten”     Material: O.Ind. tárati …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»