-
1 τράμις
A the perineum or line which divides the scrotum and runs on to the breech, Archil.195, Hippon. 84, Ar.Th. 246, Ruf.Onom. 101, Luc.Lex.2:—the acc. τράμιν has a long ι, if Hippon. l.c. is sound; the acc. [full] τράμην in EM763.56 is f.l. for τράμιν, cf. Sch.Luc.p.191 R. -
2 ὄρρος
ὄρρος, ὁ,A end of the os sacrum (cf. ὀρροπύγιον), Gal.19.127, Sch.Ar. Pl. 122, Moer.p.284 P., Ath.13.565f; but Ammon. (Diff.p.27 ) identifies it with , cf. Poll.2.173 ; = τράμις, Ruf.Onom. 101.
См. также в других словарях:
τράμις — εως, ἡ, Α 1. το μεταξύ τού πρωκτού και τού αιδοίου τμήμα, το περίνεο 2. (κατά τον Ησύχ.) α) «τὸ τρῆμα τῆς ἕδρας» β) «ὁ ὄρρος» γ) «τινὲς ἔντερον» δ) «ἰσχίον». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η αναγωγή τής λ. στη ρίζα τών τείρω, τετραίνω, τόρμος… … Dictionary of Greek
διάτραμις — ( εως), ο (Α) [τράμις] (για κίναιδο) «ὁ διερρωγὼς τὴν τράμιν» εκείνος τού οποίου η τράμις, ο πρωκτός, έχει πλέον διαρραγεί, ο ξεσκισμένος … Dictionary of Greek
τράμη — ἡ, Α τράμις*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού τράμις, κατά τα θηλ. σε η] … Dictionary of Greek
τερμιόεις — εσσα, εν, Α 1. αυτός που φθάνει μέχρι τα τέρματα, ώς τα ακρότατα σημεία (α. «ἀσπις τερμιόεσσα» ασπίδα που καλύπτει όλο το σώμα, από το κεφάλι μέχρι τα πόδια, Ομ. Ιλ. β. «χιτὼν τερμιόεις» χιτώνας που σκεπάζει όλο το σώμα, Ομ. Οδ.) 2. (το ουδ.)… … Dictionary of Greek
τερπότραμις — ἡ, Α (κατά τον Φώτ.) «ἡ τῶν ἀφροδισίων τέρψις». [ΕΤΥΜΟΛ. < τέρπω + τράμις* «το μεταξύ τού πρωκτού και τού αιδοίου τμήμα»] … Dictionary of Greek
ter-4, terǝ- : tr̥̄-, trā-, teru- — ter 4, terǝ : tr̥̄ , trā , teru English meaning: to cross, transgress, to stay, etc.. Deutsche Übersetzung: “hinũbergelangen, hindurchdringen; ũberqueren, ũberwinden, ũberholen, hinũberbringen, retten” Material: O.Ind. tárati … Proto-Indo-European etymological dictionary