-
1 ὀρθοπύγιον
A = ὀρροπύγιον, Eratosth. Cat.25,41, Vett.Val.10.3, Sch.Arat.276.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρθοπύγιον
См. также в других словарях:
ορροπύγιον — ὀρροπύγιον και οὐροπύγιον και ιων. τ. ὀρσοπύγιον, τὸ (Α) 1. το κάτω άκρο τού οστού τού κόκκυγος, ιδίως τών πτηνών, όπου φυτρώνουν τα φτερά τής ουράς 2. η ουρά ή ο γλουτός κάθε ζώου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρρος* «το άκρο τού ιερού οστού» + πύγιον (<… … Dictionary of Greek