Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὀρεσίτροφος

См. также в других словарях:

  • ὀρεσίτροφος — masc/fem nom sg ὀρεσιτρόφος masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορεσίτροφος — ὀρεσίτροφος, ον (Α) βλ. ορείτροφος …   Dictionary of Greek

  • ὀρεσιτρόφος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρεσίτροφον — ὀρεσίτροφος masc/fem acc sg ὀρεσίτροφος neut nom/voc/acc sg ὀρεσιτρόφος masc/fem acc sg ὀρεσιτρόφος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρεσιτρόφου — ὀρεσίτροφος masc/fem/neut gen sg ὀρεσιτρόφος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρεσίτροφα — ὀρεσίτροφος neut nom/voc/acc pl ὀρεσιτρόφος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορείτροφος — ὀρείτροφος και ὀρίτροφος, και ὀρεσίτροφος, ον (Α) αυτός που τρέφεται στα όρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει / ὀρι / ὀρεσί (βλ. λ. όρος [II]) + τροφος (< τρέφω), πρβλ. αλί τροφος] …   Dictionary of Greek

  • ωρεσίτροφος — ον, Α (ποιητ. τ.) ὠρείτροφος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. ποιητ. τ. αντί ὀρεσίτροφος < ὀρεσι (βλ. λ. όρος [II]) + τροφος*] …   Dictionary of Greek

  • όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»