-
1 Λεοντή
Λεοντεύςmasc nom /voc /acc dualΛεοντεύςmasc acc sg——————Λεοντῆι, Λεοντεύςmasc dat sg (epic ionic) -
2 λεοντή
λεοντέηlion's skin: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————λεοντέηlion's skin: fem dat sg (attic epic ionic) -
3 λεοντη
ἡ стяж. к λεοντέη -
4 λεοντή
η львиная шкeра;§ του αφηρέθη η λεοντή — он разоблачён; — его разоблачили;
απέβαλε την λεοντήν — он сбросил с себя маску
-
5 Λεοντῆ
Βλ. λ. Λεοντή -
6 Λεοντῇ
Βλ. λ. Λεοντή -
7 λεοντῆ
Βλ. λ. λεοντή -
8 λεοντῇ
Βλ. λ. λεοντή -
9 λεων
1) лев(αἴθων, ὠμοφάγος, χαροπός, ὀρεσίτροφος Hom.; ὡς λ. ὠρυόμενος NT.)
οἴκοι μὲν λέοντες, ἐν μάχῃ δ΄ ἀλώπεκες Arph. погов. — дома они львы, в бою же - лисицы2) (= λεοντῆ См. λεοντη) львиная шкура Luc. -
10 λειοντῆ
-
11 λεοντέη
-
12 λέων
λέων, οντος, ὁ, 11 der Löwe, Hom. u. Folgde; er heißt bei Hom. ὀρεσίτροφος, Od. 6, 130, αἴϑων, 18, 161, ἠϋγένειος, 18, 318, χαροπός, Od. 11, 610, κρατερός, u. ä. ἐρίβρομος, βαρύκομπος u. βαρυφϑέγκτης Pind. Ol. 10, 21 P. 5, 58; ὠμηστής, Aesch. Ag. 801, wie ὠμοφάγος, Il. 5, 782. – Oft übtr., wie bei uns, οἴκοι μὲν λέοντες, ἐν μάχῃ δ' ἀλώπεκες, Ar. Par 1189 u. a. D.; auch Plat. sagt ὅταν τις τὸ ϑυμοειδὲς ἐϑίζῃ ἐκ νέου ἀντὶ λέοντος πίϑηκον γενέσϑαι, Rep. IX, 590 b. – Hom. auch von der Artemis, Ζεύς σε λέοντα γυναιξὶ ϑῆκε, Zeus machte dich den Weibern zum Löwen, d. i. zur Verderberinn, Il. 21, 483, denn plötzliche Todesfälle der Frauen schrieb man der Artemis zu. – Sprichwörtlich λέοντα ξυρεῖν, Plat. Legg. IV, 707 a, u. λέων ξίφος ἔχων, Paroem. App. 3, 64. Die poet. Formen λείων u. λῖς s. besonders. – Auch als Himmelszeichen, Arat. 147; = λεοντῆ, Luc. hist. conscr. 10. – 2) eine Krebsart, μείζων τοῦ ἀστακοῠ, Ath. III, 106 c; – eine Schlangenart, Nic. Ther. 464; – eine Krankheit, Aret.; – ein Tanz, Ath. XIV, 629 f; Poll. 4, 104. – S. auch nom. pr.
-
13 ἐν-σκευάζω
ἐν-σκευάζω, zurecht machen, anrichten; δεῖπνον Ar. Ach. 1096; τοὺς ἵππους, anschirren, Polyaen. 7, 21, 6; ἱματίῳ τινά, mit einem Gewande versehen, bekleiden, Plut. Lyc. 15, wie τῷ πίλῳ, τῇ λεοντῇ, τῇ λύρᾳ, Luc. Necyom. 8. – Med., sich ausrüsten, bes. anziehen, ankleiden, Ar. Ach. 383. 436 Plat. Crit. 53 d; von kriegerischer Rüstung, sich waffnen, Xen. Cyr. 8, 5, 11 u. Sp.
-
14 ενσκευαζω
1) готовить, приготовлять(δεῖπνον Arph.)
2) одевать, наряжать(τινὰ ἱματίῳ Plut.; τινὰ τῇ λεοντῇ, med. τέν θεόν Luc.)
; med. одеваться3) обувать(ὑποδήμασιν Plut.)
4) med. снабжать(τινὰ τῇ λύρᾳ Luc.)
5) med. вооружаться(δεῖ ἐ. τοὺς ἱππέας Xen.)
-
15 λεοντεη
стяж. λεοντῆ ἥ (sc. δορά) львиная шкура Her., Arph. etc. -
16 львиный
льви́||ныйприл λεόντειος, λεονταρήσιος:\львиныйная шку́ра ἡ λεοντή· ◊ \львиный зев бот. τό λυκόστομο, τό ἀντίρρινον \львиныйная доля ἡ μερίδα τοῦ λέοντος. -
17 λεοντήι
-
18 λεοντῆι
-
19 львиный
επ.λιονταρίσιος•-ая шкура η λεοντή.
εκφρ.- ая доля – μερίδα του λέοντος•львиный зев – αντίρρινο, σκυλάκι, λυκόστομο (φυτό). -
20 λειοντῆ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λειοντῆ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
λεοντή — η (Α λεοντῆ και λεοντέη) το δέρμα, το τομάρι τού λιονταριού («ὅπου γὰρ ἡ λεοντῆ μὴ ἀφικνεῑται, προσραπτέον ἐκεῑ τὴν ἀλωπεκῆν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λεοντ έη < λέων, οντος + επίθημα έη, δηλωτικό δερμάτων ζώων (πρβλ. αλωπηκ έη, παρδαλ έη)] … Dictionary of Greek
λεοντή — η το δέρμα του λιονταριού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Λεοντῆ — Λεοντεύς masc nom/voc/acc dual Λεοντεύς masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεοντῆ — λεοντέη lion s skin fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λεοντῇ — Λεοντῆι , Λεοντεύς masc dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεοντῇ — λεοντέη lion s skin fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὑπὸ τῇ λεοντῇ πάλιν ὄνος ὀγκήσεται. — ὑπὸ τῇ λεοντῇ πάλιν ὄνος ὀγκήσεται. См. Осла и в львиной коже по крику узнаешь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὅπου γὰρ ἡ λεοντῆ μὴ ἐιρικνεῖ ται, προσραπτέον ἐκεῖ τὴν ἀλωπεκῆν. — ὅπου γὰρ ἡ λεοντῆ μὴ ἐιρικνεῖ ται, προσραπτέον ἐκεῖ τὴν ἀλωπεκῆν. См. Где волчий рот, а где лисий хвост … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
λεοντῆι — λεοντῇ , λεοντέη lion s skin fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Lathe biosas — Lambda Inhaltsverzeichnis 1 Λάβετε φάγετε τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά μου … Deutsch Wikipedia
Lemnischer Frevel — Lambda Inhaltsverzeichnis 1 Λάβετε φάγετε τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά μου … Deutsch Wikipedia