-
1 φαγ-άνθρωπος
φαγ-άνθρωπος, = ἀνϑρωποφάγος, Menschen fressend, VLL.
-
2 φάγημα
A food, victuals, Anon. ap. Suid., Demetr. Sceps. ap. Ath.3.91d, PMag.Berol.1.23. -
3 φαγήσια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φαγήσια
-
4 φαγάνθρωπος
-
5 фагот
муз. о βαρύαυλος, разг. το φαγ-γότο (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фагот
-
6 σίδερο
τό1) железо; 2) утюг;ηλεκτρικό σίδερο — электрический утюг;
3) железный крюк, засов (дверной);βάζω το σίδερο — запирать на засов;
4) πλ. оковы, кандалы;5) πλ. тюрьма;στα σίδερα τον βάλανε — его посадили за решётку;
§ είμαι γιά τα σίδερα — быть сумасшедшим;
τρώγω (τα) σίδερα — а) лезть из кожи вон; — б) беситься, злиться;
κρύο σίδερο δουλεύει — он в ступе воду толчёт;
θα φάγ' η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι ирон. — подумаешь, мир перевернётся!;
στη βράση του κολλάει το σίδερο — погов, куй железо, пока горячо
-
7 ἀναγκοφορέω
A bear on compulsion, apptly. f.l. for -φαγ-, ἀ. τὰ δεινά D.H.10.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναγκοφορέω
-
8 ἐσθίω
ἐσθίω (cf. [full] ἔσθω, [full] ἔδω, the latter of which is the radic. form, and supplies [tense] fut. and [tense] pf. of ἐσθίω), [tense] impf.A : [tense] fut. ἔδομαι (old [tense] pres. subj. of non-thematic stem) Il.4.237, Ar. Pax 1357(lyr.), etc. ; ἐδοῦμαι late, ([etym.] προκατ-) Luc.Hes.7, etc.: [tense] pf. , X.An.4.8.20 ; opt.ἐδηδοκοίη Cratin.320
; [dialect] Ep.part. ἐδηδώς, -υῖα, Il.17.542, h.Merc. 560 : [tense] plpf.ἐδηδόκειν Luc.Gall.4
(v.l.):—[voice] Med., [tense] aor. 1 ἠδεσάμην ([etym.] κατ-) Gal.5.752:—[voice] Pass.,ἐσθίομαι Od.4.318
, Thphr.HP1.12.4, Luc.Cyn.11, etc.: [tense] aor. 1 ἠδέσθην v.l. in Hp.Vict.2.54, Arist.Pr. 908a29, ([etym.] ἀπ-, κατ-) Pl.Com.138,35: [tense] pf. ἐδήδεσμαι ([etym.] κατ-) Pl.Phd. 110e, ἐδήδεμαι ([etym.] ἀπ-) Arist.HA 591a5 (v.l.) ; [dialect] Ep. [ per.] 3sg.ἐδήδοται Od.22.56
.— The [tense] aor. 2 and later also the [tense] fut. are supplied by φαγ- (v. φαγεῖν); in [dialect] Ion. and Hellenistic Greek the [tense] pf. is βέβρωκα βέβρωμαι, [tense] aor. [voice] Pass. ἐβρώθην; in late Greek the [tense] pres. is τρώγω:—eat,ἐσθιέμεν καὶ πινέμεν Od.2.305
, 21.69 ; τὰ ἐσθίοντα ἐν στρατιᾷ the ration-strength, X.Cyr.1.6.17 : usu. c. acc.,κρέα ἤσθιον Od.20.348
, cf. S.Fr. 671 (from a satyric drama), E.Cyc. 233 : c. gen.,ἐ. τινός
eat of..,X.
HG3.3.6, etc. ; of animals, devour,ἤσθιε δ' ὥς τε λέων ὀρεσίτροφος Od.9.292
;χρόα γῦπες ἔδονται Il.4.237
, cf. Hes.Th. 524, 773, Semon.9, etc. ; consume,βίοτον καὶ κτήματ' ἔδονται Od.2.123
:—[voice] Pass., ἐσθίεταί μοι οἶκος my house is eaten up, I am eaten out of house and home, 4.318 ; .2 metaph., πάντας πῦρ ἐσθίει the fire devours all, Il.23.182 ; of an eating sore, A.Fr. 253:—[voice] Pass., ὀδόντες ἐσθιόμενοι decayed teeth, Thphr.Char.19.3 ; ἐσθιόμενα eroded parts of the bowel, Hp.Epid.4.20.
См. также в других словарях:
μηλοφάγος — (I) ο (Μ μηλοφάγος, ον) 1. αυτός που τρώει μήλα 2. συνεκδ. ο κήπος και γενικά ο τόπος που παράγει μήλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ. β τού ἐσθίω), πρβλ. τυρο φάγος]. (II) ο (Α μηλοφάγος, ον) νεοελλ. το αρσ.… … Dictionary of Greek
-φάγος — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο θ. φαγ τού αορ. β ἔ φαγ ον τού ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῑν). Τα σύνθετα σε φάγος ανήκουν ως επί το πλείστον στην κατηγορία τών αντικειμενικών συνθέτων,… … Dictionary of Greek
εχιδνοφαγία — ἐχιδνοφαγία, ἡ (Α) το να τρώει κάποιος έχιδνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < έχιδνα + φαγία (< φαγος < θ. φαγ τού αορ. β έ φαγ ον τού ρ. εσθίω), πρβλ. αερο φαγία, πολυ φαγία] … Dictionary of Greek
ζωοφάγος — ο (Α ζῳοφάγος, ον) αυτός που τρώει κρέατα ζώων, ο σαρκοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + φαγος (< θ. φαγ , πρβλ. έ φαγ ον, αόρ. του εσθίω*] … Dictionary of Greek
ηπατοφαγούμαι — ἡπατοφαγοῡμαι, έομαι (Α) μού τρώγουν το συκώτι («ὑπὸ γυπῶν ἡπατοφαγεῑται», Σέξτ. Εμπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ήπαρ, ατος + φαγούμαι < φαγος < θ. φαγ τού αορ. έ φαγ ον τού εσθίω*] … Dictionary of Greek
θαλλοφαγώ — θαλλοφαγῶ, έω (Α) (για γίδες) τρώγω θαλλούς, βλαστάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλλός + φαγώ (< φάγος < θ. φαγ , πρβλ. έ φαγ ον, αόρ. τού εσθίω), πρβλ. ξηρο φαγώ, χορτο φαγώ] … Dictionary of Greek
θερμοφαγία — θερμοφαγία, ἡ (ΑΜ) το να τρώγει κάποιος θερμά φαγητά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + φαγία (< φαγος < θ. φαγ τού αορ. έ φαγ ον τού εσθίω*), πρβλ. α φαγία, καλο φαγία, ψωμο φαγία] … Dictionary of Greek
θερμοφαγώ — θερμοφαγῶ, έω (ΑΜ) θερμοτραγώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + φαγώ (< φαγος < θ. φαγ τού αορ. έ φαγ ον τού εσθίω*), πρβλ. αλληλο φαγώ, ξηρο φαγώ] … Dictionary of Greek
θριποφάγος — θριποφάγος, ον (Α) σκουληκοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρίψ, ιπός + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. αόρ. έ φαγ ον τού εσθίω*), πρβλ. ακανθο φάγος, τρυγη φάγος] … Dictionary of Greek
θυηφάγος — θυηφάγος, ον (Α) (ως επίθ. τής φωτιάς τών βωμών) αυτός που κατατρώει, αυτός που καταβροχθίζει τις προσφορές («θυηφάγος φλόξ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θυη , μορφή με την οποία απαντά η λ. θύος ως α συνθετικό (πρβλ. θυη δόχος, θυη πόλος) + φάγος… … Dictionary of Greek
θυμβροφάγος — θυμβροφάγος, ον (Α) αυτός που τρώει θύμβρα*, επομ. δριμύς («θυμβροφάγον βλέπειν» το να δείχνει κανείς σαν να έχει φάει θύμβρα, δηλ. να ξινίζει τα μούτρα, Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θύμβρα + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. αόρ. β έ φαγ ον τού ρ. εσθίω),… … Dictionary of Greek