Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

φαγ-

См. также в других словарях:

  • μηλοφάγος — (I) ο (Μ μηλοφάγος, ον) 1. αυτός που τρώει μήλα 2. συνεκδ. ο κήπος και γενικά ο τόπος που παράγει μήλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ. β τού ἐσθίω), πρβλ. τυρο φάγος]. (II) ο (Α μηλοφάγος, ον) νεοελλ. το αρσ.… …   Dictionary of Greek

  • -φάγος — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο θ. φαγ τού αορ. β ἔ φαγ ον τού ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῑν). Τα σύνθετα σε φάγος ανήκουν ως επί το πλείστον στην κατηγορία τών αντικειμενικών συνθέτων,… …   Dictionary of Greek

  • εχιδνοφαγία — ἐχιδνοφαγία, ἡ (Α) το να τρώει κάποιος έχιδνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < έχιδνα + φαγία (< φαγος < θ. φαγ τού αορ. β έ φαγ ον τού ρ. εσθίω), πρβλ. αερο φαγία, πολυ φαγία] …   Dictionary of Greek

  • ζωοφάγος — ο (Α ζῳοφάγος, ον) αυτός που τρώει κρέατα ζώων, ο σαρκοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + φαγος (< θ. φαγ , πρβλ. έ φαγ ον, αόρ. του εσθίω*] …   Dictionary of Greek

  • ηπατοφαγούμαι — ἡπατοφαγοῡμαι, έομαι (Α) μού τρώγουν το συκώτι («ὑπὸ γυπῶν ἡπατοφαγεῑται», Σέξτ. Εμπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ήπαρ, ατος + φαγούμαι < φαγος < θ. φαγ τού αορ. έ φαγ ον τού εσθίω*] …   Dictionary of Greek

  • θαλλοφαγώ — θαλλοφαγῶ, έω (Α) (για γίδες) τρώγω θαλλούς, βλαστάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλλός + φαγώ (< φάγος < θ. φαγ , πρβλ. έ φαγ ον, αόρ. τού εσθίω), πρβλ. ξηρο φαγώ, χορτο φαγώ] …   Dictionary of Greek

  • θερμοφαγία — θερμοφαγία, ἡ (ΑΜ) το να τρώγει κάποιος θερμά φαγητά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + φαγία (< φαγος < θ. φαγ τού αορ. έ φαγ ον τού εσθίω*), πρβλ. α φαγία, καλο φαγία, ψωμο φαγία] …   Dictionary of Greek

  • θερμοφαγώ — θερμοφαγῶ, έω (ΑΜ) θερμοτραγώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + φαγώ (< φαγος < θ. φαγ τού αορ. έ φαγ ον τού εσθίω*), πρβλ. αλληλο φαγώ, ξηρο φαγώ] …   Dictionary of Greek

  • θριποφάγος — θριποφάγος, ον (Α) σκουληκοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρίψ, ιπός + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. αόρ. έ φαγ ον τού εσθίω*), πρβλ. ακανθο φάγος, τρυγη φάγος] …   Dictionary of Greek

  • θυηφάγος — θυηφάγος, ον (Α) (ως επίθ. τής φωτιάς τών βωμών) αυτός που κατατρώει, αυτός που καταβροχθίζει τις προσφορές («θυηφάγος φλόξ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θυη , μορφή με την οποία απαντά η λ. θύος ως α συνθετικό (πρβλ. θυη δόχος, θυη πόλος) + φάγος… …   Dictionary of Greek

  • θυμβροφάγος — θυμβροφάγος, ον (Α) αυτός που τρώει θύμβρα*, επομ. δριμύς («θυμβροφάγον βλέπειν» το να δείχνει κανείς σαν να έχει φάει θύμβρα, δηλ. να ξινίζει τα μούτρα, Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θύμβρα + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. αόρ. β έ φαγ ον τού ρ. εσθίω),… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»