-
1 ορεσίτροφα
-
2 ὀρεσίτροφα
См. также в других словарях:
ὀρεσίτροφα — ὀρεσίτροφος neut nom/voc/acc pl ὀρεσιτρόφος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ορεσίτροφα
2 ὀρεσίτροφα
ὀρεσίτροφα — ὀρεσίτροφος neut nom/voc/acc pl ὀρεσιτρόφος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)