-
1 ορίγανος
-
2 ὀρίγανος
-
3 ὀρίγανον
ὀρῑγᾰν-ον, τό, Epich.17, Hp. Vict.2.54, Ar.Fr. 130, Antiph.222.4, Amips.35, Thphr.HP1.9.4, al.:— also [full] ὀρίγᾰνος, ἡ, Ar.Ec. 1030, Arist.Pr. 925a29, HA 612a25, Thphr. HP6.1.4, al., Clearch. ap. Ath.3.116e, Dsc.3.27, Gal.12.91, cf. 6.668 ; ὀρίγανος, ὁ, Ion Eleg.5, Hp.Epid.5.54, Anaxandr.50:—an acrid herb,Aὀ. Ἡρακλεωτική Dsc.
, Gal. ll. cc. ; = ὀ. λευκή organy, Origanum heracleoticum, Thphr.HP6.2.3 ; ὀ. μέλαινα marjoram, Origanum viride, ibid. ; ὀρίγανον βλέπειν look origanum, i. e. look sour or crabbed, like νᾶπυ βλ., Ar.Ra. 603. [In codd. freq. wrongly ὀρείγανον, v. Hdn.Gr.2.410 ; Intr. (ii B. C.).]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρίγανον
-
4 οριγάνου
-
5 ὀριγάνου
-
6 οριγάνους
-
7 ὀριγάνους
-
8 οριγάνω
-
9 ὀριγάνῳ
-
10 οριγάνων
-
11 ὀριγάνων
-
12 ορίγανοι
-
13 ὀρίγανοι
-
14 ορίγανον
-
15 ὀρίγανον
-
16 βούτης
-
17 γονώνη
-
18 κεβλήνη
κεβλήνη· ἡ ὀρίγανος, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεβλήνη
-
19 κεφαλοειδής
κεφᾰλο-ειδής, ές,A shaped like a head,ὀρίγανος Hp.Int.6
;λοβός Dsc.2.110
;παρεξοχή Apollod.Poliorc.220.20
;κορμός Oenom.
ap. Eus.PE5.36.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεφαλοειδής
-
20 κνημός
κνημ-ός, ὁ,A projecting limb, shoulder of a mountain (above the foot, Eust.1498.42), Hom. (always in pl.),Ἴδης κνημοί Il.2.821
, al., cf. Od.4.337: sg., h.Ap. 283, Orph.A. 465.II Arg., = ὀρίγανος, Eust. 265.40.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ὀρίγανος — organy fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀριγάνους — ὀρίγανος organy fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρίγανοι — ὀρίγανος organy fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορίγανο — το (Α ὀρίγανον και ὀρείγανον και ὀρίγανος, ὁ, και ὀρίγανος, ή) χειλανθές ποώδες αρωματικό φυτό με πικρή και δριμεία γεύση και με άνθη ροδόχροα το οποίο φύεται σε ξηρούς τόπους, η ρίγανη αρχ. φρ. α) «ὀρίγανος ἡ ἡρακλεωτική» αρτυματική και μυρεψική … Dictionary of Greek
Oregano — (Origanum vulgare) Systematik Euasteriden I Ordnung: Lippenblütlerartige (Lamiales) … Deutsch Wikipedia
πάνακτος — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὀρίγανος». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. παν * + ἀκτή (βλ. λ. πανάκτειος)] … Dictionary of Greek
τραγορίγανος — η, ο, ΝΑ, και τραγορίγανον, τὸ, Α είδος τού φυτού ορίγανο, η θύμβρα*, κν. θρουμπί αρχ. φρ. α) «τραγορίγανος πλατύφυλλος» είδος ρίγανης β) «τραγορίγανος λεπτοφυλλος» το θρουμπί. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + ὀρίγανος / ὀρίγανον] … Dictionary of Greek
ὀριγάνου — ὀρῑγάνου , ὀρίγανον organy neut gen sg ὀρίγανος organy fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀριγάνων — ὀρῑγάνων , ὀρίγανον organy neut gen pl ὀρίγανος organy fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀριγάνῳ — ὀρῑγάνῳ , ὀρίγανον organy neut dat sg ὀρίγανος organy fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρίγανον — ὀρί̱γανον , ὀρίγανον organy neut nom/voc/acc sg ὀρίγανος organy fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)