Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὀξύστομος

См. также в других словарях:

  • οξύστομος — ὀξύστομος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που έχει κοφτερά δόντια («ὀξυστόμους γὰρ Ζηνὸς ἀκραγεῑς κύνας», Αισχύλ.) 2. (για ξίφος) κοφτερός, με κοφτερή λεπίδα 3. (για σικύες, δηλ. βεντούζες) αυτός που έχει αιχμηρά τα χείλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + στομος (<… …   Dictionary of Greek

  • ὀξύστομον — ὀξύστομος sharp beaked masc/fem acc sg ὀξύστομος sharp beaked neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξυστόμους — ὀξύστομος sharp beaked masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξυστόμῳ — ὀξύστομος sharp beaked masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξύστομα — ὀξύστομος sharp beaked neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξύστομοι — ὀξύστομος sharp beaked masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… …   Dictionary of Greek

  • στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»