-
1 ομβρία
ὀμβρίᾱ, ὄμβριοςrainy: fem nom /voc /acc dualὀμβρίᾱ, ὄμβριοςrainy: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)ὀμβρίᾱ, ὀμβρίαrain: fem nom /voc /acc dualὀμβρίᾱ, ὀμβρίαrain: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 ὀμβρία
ὀμβρίᾱ, ὄμβριοςrainy: fem nom /voc /acc dualὀμβρίᾱ, ὄμβριοςrainy: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)ὀμβρίᾱ, ὀμβρίαrain: fem nom /voc /acc dualὀμβρίᾱ, ὀμβρίαrain: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
3 ὀμβρία
-
4 όμβρια
-
5 ὄμβρια
-
6 ὀμβρία
ὀμβρία, ἡ, Regenwetter -
7 ὀμβρία
-
8 πολυ-ομβρία
πολυ-ομβρία, ἡ, viel Regen, Geopon.
-
9 κατ-ομβρία
κατ-ομβρία, ἡ, das Beregnen, Ueberschwemmen.
-
10 εὐ-ομβρία
εὐ-ομβρία, ἡ, reicher Regen, Sp.
-
11 ἀν-ομβρία
-
12 ἀ-ομβρία
-
13 ἐπ-ομβρία
-
14 ὑπερ-ομβρία
ὑπερ-ομβρία, ἡ, übermäßiges Regenwetter; Arist. H. A. 8, 20, zw., vgl. Meteor. 2, 7; Theophr.
-
15 ομβρίας
ὀμβρίᾱς, ὄμβριοςrainy: fem acc plὀμβρίᾱς, ὄμβριοςrainy: fem gen sg (attic doric aeolic)ὀμβρίᾱς, ὀμβρίαrain: fem acc plὀμβρίᾱς, ὀμβρίαrain: fem gen sg (attic doric aeolic) -
16 ὀμβρίας
ὀμβρίᾱς, ὄμβριοςrainy: fem acc plὀμβρίᾱς, ὄμβριοςrainy: fem gen sg (attic doric aeolic)ὀμβρίᾱς, ὀμβρίαrain: fem acc plὀμβρίᾱς, ὀμβρίαrain: fem gen sg (attic doric aeolic) -
17 σμήχω
σμήχω, oft, von Sp. auch in Prosa gebrauchte Nebenform zu σμάω (w. m. s.), abreiben, abwischen; χνόον ἐκ κεφαλῆς ἔσμηχεν, Od. 6, 226; εὐώδη σμηχομένα κρόταφον, Antp. Sid. 25 (VI, 276); ὀμβρία σμήχουσα νιφάς, Lycophr. 875, u. a. Sp. – Αἰϑίοπα σμήχειν, einen Mohren weiß waschen, Luc. adv. ind. 28; vgl. Zenob. 1, 46.
-
18 χάλαζα
χάλαζα, ἡ (χαλάω, eigtl. das Losgelassene), – 1) Hagel; Ζεὺς τεύχων ἢ πολὺν ὄμβρον, ἠὲ χάλαζαν, ἢ νιφετόν Il. 10, 6, vgl. 15, 170. 22, 151; ἤ τις ὀμβρία χάλαζ' ἐπιῤῥάξασα Soph. O. C. 1499; Ζεὺς χάλαζαν ἄσπετον πέμψει Eur. Troad. 78; vgl. Plat. Tim. 59 e; πάχναι καὶ χάλαζαι Conv. 188 b; Sp., wie Luc. Tim. 3. – Uebertr., alles hageldicht Fliegende oder Fallende, z. B. in der Schlacht ein Hagel von Steinen od. Pfeilen, Sp.; auch αἵματος, Pind. I. 6, 27, wie μέλας ὄμβρος χαλάζης αἱματοῦς ἐτέγγετο Soph. O. C. 1499. – 2) Finnen im Schweinefleisch, Arist. probl. 34, 4; vgl. Androsthen. bei Ath. III, 93 c; – das Gerstenkorn am Augenlide, Hippocr.; – der harte Kern im Elfenbeine, Philostrat. Apoll. 2, 13.
-
19 ὄμβριος
ὄμβριος, vom Regen, zum Regen gehörig; ὕδατα, Pind. Ol. 10, 3; ὀμβρία χάλαζα, Soph. O. C. 1498; νέφος ὄμβριον, Ar. Nubb. 288; ὕδωρ, Her. 2, 25; Sp., wie Plut. qu. nat. 2.
-
20 ἐπιῤ-ῥάσσω
ἐπιῤ-ῥάσσω, att. = ἐπιῤῥήσσω, mit Gewalt zuschlagen, verschließen, πρὶν ἐπιῤῥαχϑῆναι τὰς πύλας D. Hal. 8, 18; τὸν λίϑον, davor wälzen, Plut. Pelop. 19; αὐτοῖς τὴν ἵππον, die Reiterei auf sie werfen, L. Hal. 3, 25. – Intr., eindringen, mit Gewalt hereinbrechen, ἤ τις ὀμβρία χάλαζ' ἐπιῤῥάξασα Soph. O. C. 1499; τινί, einen Angriff auf Einen machen, D. Sic. 15, 84 u. öfter, wie D. Hal. 8, 67 u. a. Sp.; ἄνεμος ἐπέῤῥαξεν App. B. C. 2, 59.
См. также в других словарях:
ὀμβρία — ὀμβρίᾱ , ὄμβριος rainy fem nom/voc/acc dual ὀμβρίᾱ , ὄμβριος rainy fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ὀμβρίᾱ , ὀμβρία rain fem nom/voc/acc dual ὀμβρίᾱ , ὀμβρία rain fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομβρία — ὀμβρία, ἡ (Α) 1. όμβρος, βροχή 2. είδος πολύτιμου λίθου. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. ουσιαστικό που έχει σχηματιστεί, πιθ., κατ αποκοπή από το σύνθ. ανομβρία] … Dictionary of Greek
ομβριά — η [όμβρος] άφθονη βροχή … Dictionary of Greek
ὄμβρια — ὄμβριος rainy neut nom/voc/acc pl ὄμβριος rainy neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμβρίας — ὀμβρίᾱς , ὄμβριος rainy fem acc pl ὀμβρίᾱς , ὄμβριος rainy fem gen sg (attic doric aeolic) ὀμβρίᾱς , ὀμβρία rain fem acc pl ὀμβρίᾱς , ὀμβρία rain fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολιγομβρία — ὀλιγομβρία, ἡ (Α) έλλειψη βροχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + ομβρία (< ὄμβριος < ὄμβρος «βροχή») πρβλ. πολυ ομβρία] … Dictionary of Greek
πανομβρία — ἡ, Μ μεγάλη βροχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ομβρία (< ομβρος < ὄμβρος), πρβλ. αν ομβρία] … Dictionary of Greek
Α α — (άλφα) το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου. Το α ως πρόθεμα 1. στερητικό δηλώνει έλλειψη, στέρηση και γενικά το αντίθετο από ό,τι δηλώνει το β συνθετικό. Εμφανίζεται με τις εξής μορφές: α / ἀ αρχ. νεοελλ. προ συμφώνου, π.χ. ά γνωστος, ά κακος … Dictionary of Greek
αποχέτευση — Σύστημα υπονόμων και σωλήνων που χρησιμεύουν για να μεταφέρουν μακριά από ορισμένες ζώνες, ιδιαίτερα τις κατοικημένες, τα υγρά και καμιά φορά και τα στερεά απορρίμματα (λύματα). Διακρίνουμε δύο κατηγορίες υδάτων προς α., τα ακάθαρτα και τα νερά… … Dictionary of Greek
επιρράσσω — ἐπιρράσσω (Α) [ράσσω] 1. χτυπώ βίαια, κλείνω με ορμή («πύλας δ’, ὅπως εἰσῆλθ’, ἐπιρράξασ’ ἔσω», Σοφ.) 2. προσαρμόζω, κλείνω («κομίσαντες αὐτὸν εἰς τὸν καλούμενον θησαυρόν... κατέθεντο καὶ τὸν λίθον ἐπιρράξαντες», Πλούτ.) 3. (αμτβ.) πέφτω με ορμή… … Dictionary of Greek
μίκαι — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «λάχανα ὄμβρια» … Dictionary of Greek