Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὀλοϑρευτικός

См. также в других словарях:

  • ὀλοθρευτικός — destructive masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολοθρευτικός — ή, ό (ΑΜ ὀλοθρευτικός, ή, όν) [ολοθρευτής] εξολοθρευτικός, καταστρεπτικός, φθοροποιός …   Dictionary of Greek

  • ὀλοθρευτικόν — ὀλοθρευτικός destructive masc acc sg ὀλοθρευτικός destructive neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλοθρευτικαῖς — ὀλοθρευτικός destructive fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλοθρευτικοῦ — ὀλοθρευτικός destructive masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλοθρευτικῆς — ὀλοθρευτικός destructive fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλοθρευτικήν — ὀλοθρευτικός destructive fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλοθρευτικῷ — ὀλοθρευτικός destructive masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»