-
1 ολοθρευτικήν
-
2 ὀλοθρευτικήν
См. также в других словарях:
ὀλοθρευτικήν — ὀλοθρευτικός destructive fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ολοθρευτικήν
2 ὀλοθρευτικήν
ὀλοθρευτικήν — ὀλοθρευτικός destructive fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)