Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὀλιγοδρᾰνίᾳ

См. также в других словарях:

  • ολιγοδρανία — ὀλιγοδρανία, ἡ (Α) [ολιγοδρανής] η ιδιότητα τού ολιγοδρανούς, αδυναμία, ασθενικότητα …   Dictionary of Greek

  • ὀλιγοδρανίαν — ὀλιγοδρανίᾱν , ὀλιγοδρανία weakness fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγοδρανίην — ὀλιγοδρανία weakness fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγοδρανίης — ὀλιγοδρανία weakness fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγοδρανίῃ — ὀλιγοδρανία weakness fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»