-
1 Ίσις
Ἴσιςfem nom sgἼ̱σῑς, Ἶσιςplant: fem acc pl (epic doric ionic aeolic)——————Ἶ̱σις, Ἶσιςplant: fem nom sg -
2 Ἶσις
Ἶσις, ἡ, voc.A (ii B.C.), gen. (ii B.C.), Plu.2.353f, etc.; [dialect] Ion. and laterἼσιος Hdt.2.41
, PPetr.3p.216 (iii B.C.), etc. (written (v B.C.)), dat. (ii B.C.), etc., Ἴσῑ orἼσει Hdt.2.59
, OGI61.4 (iii B.C.); acc. Ἶσιν:— Isis, Hdt. Il.cc., Call.Epigr.58, Apollod.2.1.3, Plu.2.351f, POxy. 1380 (ii A.D.), etc.; Ἴσιδος τρίχες, name of a plant, Plu.2.939d, cf. Plin.HN13.142. -
3 Ἴσις
Βλ. λ. Ίσις -
4 Ἶσις
Βλ. λ. Ίσις -
5 ἀντιπα[ράκρ]ισις
A comparison, Diog.Oen.38 (dub. rest.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντιπα[ράκρ]ισις
-
6 Ίσι
Ἴσιςfem voc sgἼ̱σῑ, Ἶσιςplant: fem dat sg (epic doric ionic aeolic)——————Ἶ̱σι, Ἶσιςplant: fem voc sg -
7 Ίσεις
-
8 Ἴσεις
-
9 Ίση
Ἴ̱ση, Ἶσιςplant: fem nom /voc /acc dual (doric aeolic)——————Ἴ̱σηι, Ἶσιςplant: fem dat sg (epic ionic) -
10 Ίσιν
-
11 ισ'
Ἴσι, Ἴσιςfem voc sg——————ἴσα, ἴσοςequal: neut nom /voc /acc plἴσε, ἴσοςequal: masc voc sgἴσαι, ἴσοςequal: fem nom /voc plἴσᾱͅ, ἴσοςequal: fem dat sg (doric aeolic)ἴ̱σᾱͅ, ἴσοςequal: fem dat sg (epic doric aeolic)——————Ἶ̱σι, Ἶσιςplant: fem voc sgἾ̱σε, Ἶσοςmasc voc sg——————ἶσα, ἴσοςequal: neut nom /voc /acc pl (epic)ἶσε, ἴσοςequal: masc voc sg (epic)ἶσαι, ἴσοςequal: fem nom /voc pl (epic)——————ἷ̱σα, ἵζωsi-sd-o: aor ind act 1st sgἷ̱σε, ἵζωsi-sd-o: aor ind act 3rd sg -
12 Ίσεως
-
13 Ἴσεως
-
14 Ίσηι
-
15 Ἴσηι
-
16 Ίσης
-
17 Ἴσης
-
18 Ίσησι
-
19 Ἴσησι
-
20 Ίσησιν
См. также в других словарях:
Ἴσις — fem nom sg Ἴ̱σῑς , Ἶσις plant fem acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ίσις — I Αιγυπτιακή θεότητα Βλ. λ. Ίσιδα. II Τίτλος ελληνικών περιοδικών που εκδίδονταν στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. 1. Εβδομαδιαίο περιοδικό που εκδιδόταν το 1898 στην Αλεξάνδρεια από τον Α. Ιερωνυμίδη. 2. Περιοδικό που κυκλοφόρησε από τον H.… … Dictionary of Greek
Ἶσις — Ἶ̱σις , Ἶσις plant fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἴσι — Ἴσις fem voc sg Ἴ̱σῑ , Ἶσις plant fem dat sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Изида — (Ίσις) греческая транскрипция имени древнеегипетской богини Исе(т) (этимология неизвестна), первоначально местной покровительницы Буто в Дельте, затем, по сопоставлении с богом соседних Бузириса и Мендеса Озирисом женское дополнение, сестра и… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Ἴσιδα — Ἴσις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἴσιδες — Ἴσις fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἴσιδι — Ἴσις fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἴσιδος — Ἴσις fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἴσιν — Ἴσις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek