Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

Ἴουλος

См. также в других словарях:

  • Ἴουλος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴουλος — down masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίουλος — I (Βοτ.). Χαρακτηριστική ταξιανθία σε μορφή τσαμπιού, που αποτελείται γενικά από μονογενή άνθη, συχνότερα αρσενικά. Ο ί. ταξινομείται στις απλές βοτρυώδεις ταξιανθίες και αποτελεί υποκατηγορία της ταξιανθίας στάχυς. Τα άνθη που συγκροτούν τον ί.… …   Dictionary of Greek

  • ίουλος — ο 1. το πρώτο χνούδι στα μάγουλα των εφήβων. 2. είδος βοτρυοειδούς ταξιανθίας με μορφή τσαμπιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἰούλοις — Ἴουλος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰούλοις — ἴουλος down masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰούλου — Ἴουλος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰούλου — ἴουλος down masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰούλους — Ἴουλος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰούλους — ἴουλος down masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰούλων — Ἴουλος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»