Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

Ἰξίονος

См. также в других словарях:

  • Ἰξίονος — Ἰ̱ξίονος , Ἰξίων tragedies on the subject of I. masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεφελοκένταυρος — νεφελοκένταυρος, ὁ (Α) ο Κένταυρος που γεννήθηκε από νεφέλη, είτε επειδή κατά την ελληνική μυθολογία ήταν γιος τού Ιξίονος και τής Νεφέλης είτε ως φανταστική μορφή λόγω τών άπειρων σχημάτων που παίρνουν τα σύννεφα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεφέλη +… …   Dictionary of Greek

  • προσίκτωρ — ορος, ὁ, Α [προσικνοῡμαι] 1. αυτός που προσέρχεται σε ναό ως ικέτης («σεμνὸς προσίκτωρ ἐν τρόποις Ἰξίονος», Αισχύλ.) 2. (για θεό) αυτός προς τον οποίο καταφεύγει κανείς ως ικέτης, ο προστάτης …   Dictionary of Greek

  • πρωτοκτόνος — ον, Α αυτός που για πρώτη φορά σκότωσε άνθρωπο, ο πρώτος ανθρωποκτόνος («πρωτοκτόνοιοι προστροπαῑς Ἰξίονος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. ξενο κτόνος] …   Dictionary of Greek

  • σύλλεκτρος — ον και ως ουσ. σύλλεκτρος, ό, ἡ, ΜΑ σύνευνος, σύζυγος αρχ. φρ. «ὁ Διὸς σύλλεκτρος» α) προσωνυμία τού Αμφιτρύωνος επειδή κοιμήθηκε στο συζυγικό κρεβάτι τής Αλκμήνης και τού Διός β) προσωνυμία τού Ιξίονος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + λεκτρος (<… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»