-
1 κύκλωμα
-
2 κυκλωμα
- ατος τό1) колесо(Ἰξίονος Eur.)
2) кругβυρσότονον κ. Eur. — бубен или барабан
3) ( об извивающейся змее) кольцо, извив(σώματος Diod.)
-
3 κύκλωμα
κύκλωμαthat which is rounded into a circle: neut nom /voc /acc sg -
4 κύκλωμα
κύκλωμα, τό, das Rundgedrehte, Herumgedrehte, der Kreis; Ἰξίονος, das Herumdrehen des Ixion auf dem Rade; σώματος, die Ringe, die Windungen des Schlangenleibes. Βυρσότονον κύκλ., die Pauke -
5 κύκλωμα
-
6 κύκλωμα
-ατος τό N 3 0-1-2-2-0=5 2 Chr 4,2; Ez 43,17; 48,35; Ps 139(140),10; Jb 37,12anything round: wheel, coil Ps 139 (140),10; kerb, rim Ez 43,17; circum-ference 2 Chr 4,2→LSJ Suppl(Ez 43,17); LSJ RSuppl -
7 κύκλωμα
4 of natural objects, αἰθέριον κ., of the sun, Secund.Sent.5; κόσμος ἀπλανὲς κ. ib.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κύκλωμα
-
8 κύκλωμα
devre, kuşatma -
9 κύκλωμα
circuit -
10 κύκλωμα
1) obwód (m) rzecz.2) okrążenie (n) rzecz. -
11 κύκλωμα
1) oklika2) okruh3) vedení -
12 κύκλωμα
circuitΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κύκλωμα
-
13 ἐκ-κύκλωμα
ἐκ-κύκλωμα, τό, = ἐκκύκλημα, Hesych., als Erkl. von ἐξώστρα.
-
14 circuit
κύκλωμα -
15 oklika
κύκλωμα -
16 κύκλωμ'
κύκλωμα, κύκλωμαthat which is rounded into a circle: neut nom /voc /acc sg -
17 κυκλωμάτων
κύκλωμαthat which is rounded into a circle: neut gen pl -
18 κυκλώμασι
κύκλωμαthat which is rounded into a circle: neut dat pl -
19 κυκλώματα
κύκλωμαthat which is rounded into a circle: neut nom /voc /acc pl -
20 κυκλώματι
κύκλωμαthat which is rounded into a circle: neut dat sg
См. также в других словарях:
κύκλωμα — that which is rounded into a circle neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύκλωμα — το (AM κύκλωμα) [κυκλώ (II)] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κυκλώνω, περικύκλωση νεοελλ. 1. ομάδα αλληλοϋποστήριζόμενων ατόμων που έχουν κοινές απόψεις, κοινές επιδιώξεις και κυρίως κοινά συμφέροντα και δρουν συνήθως ιδιοτελώς 2. φρ. α) φυσ.… … Dictionary of Greek
κύκλωμα — το, ατος 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κυκλώνω, περικύκλωση. 2. «ηλεκτρικό κύκλωμα», το σύνολο ηλεκτρικής πηγής και των αγωγών που συνδέουν τους πόλους της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κύκλωμα (ηλεκτρικό) — Σύνολο ενεργών (προσφέρουν ενέργεια) και παθητικών (καταναλώνουν ή αποθηκεύουν ενέργεια) στοιχείων, κατάλληλα συνδεδεμένων με αγωγούς, ικανό να διαρρέεται από ηλεκτρικό ρεύμα για την επιτέλεση ορισμένων σκοπών. Ενεργά στοιχεία ενός κ. είναι οι… … Dictionary of Greek
μαγνητικό κύκλωμα — Μία εντελώς κλειστή διαδρομή της μαγνητικής ροής, που έχει σε κάθε σημείο την κατεύθυνση της μαγνητικής επαγωγής (οι γραμμές ενός μαγνητικού πεδίου είναι πάντα συνεχείς και χωρίς άκρα). Ως παράδειγμα αναφέρεται ένας ηλεκτρομαγνήτης που μπορεί να… … Dictionary of Greek
κύκλωμ' — κύκλωμα , κύκλωμα that which is rounded into a circle neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυκλωμάτων — κύκλωμα that which is rounded into a circle neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυκλώμασι — κύκλωμα that which is rounded into a circle neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυκλώματα — κύκλωμα that which is rounded into a circle neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυκλώματι — κύκλωμα that which is rounded into a circle neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυκλώματος — κύκλωμα that which is rounded into a circle neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)