Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

Ἰλίῳ

См. также в других словарях:

  • Ἰλίῳ — Ἴλιον Ilium neut dat sg Ἰ̱λίῳ , Ἴλιος Ilium fem dat sg Ἴλιος Ilium masc/neut dat sg Ἴλιος Ilium masc/fem/neut dat sg Ἴλιος Ilium neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰλίωι — Ἰλίῳ , Ἴλιον Ilium neut dat sg Ἰ̱λίῳ , Ἴλιος Ilium fem dat sg Ἰλίῳ , Ἴλιος Ilium masc/neut dat sg Ἰλίῳ , Ἴλιος Ilium masc/fem/neut dat sg Ἰλίῳ , Ἴλιος Ilium neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Dicaearchus — For the pirate, see Dicaearchus of Aetolia. Dicaearchus of Messana (Greek: Δικαίαρχος, Dikaiarkhos; also written Dicearchus, Dicearch, Diceärchus, or Diceärch) (c. 350 – c. 285 BC) was a Greek philosopher, cartographer, geographer, mathematician… …   Wikipedia

  • αντίφερνος — ἀντίφερνος, ον (AM) μσν. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἀντίφερνα τα δώρα που έδινε ο γαμπρός πριν από τον γάμο σε ανταπόδοση της προίκας που θα έπαιρνε αρχ. φρ. «ἀντίφερνον Ἰλίῳ φθοράν» αντί για προίκα στην Τροία χαλασμό (Αισχύλος). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • επιτεύχω — ἐπιτεύχω (Α) (ποιητ. τ.) κατασκευάζω επί πλέον («Ίλίῳ μέλλοντες ἐπὶ στέφανον τεῡξαι», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τεύχω «κατασκευάζω»] …   Dictionary of Greek

  • ευτειχής — εὐτειχής, ές και ἐϋτειχής, ές (Α) εὐτείχεος* (τὸν ἐν Ἰλίῳ εὐτειχῆ πάγον», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τειχής (< τείχος), πρβλ. αμφι τειχής, επτα τειχής] …   Dictionary of Greek

  • κήδος — κῆδος, εος, τὸ (ΑΜ Α δωρ. τ. κᾱδος) κηδεστία, συγγένεια λόγω γάμου («βασιλέως ἄρρενε παῑδε σφίσιν ἔπεσθον τὰ κήδη τιμῶντες», Θ. Μετοχ.) αρχ. 1. φροντίδα, ενδιαφέρον για κάποιον ή για κάτι («τῶν δ ἄλλων οὐ κῆδος», Ομ. Οδ.) 2. θλίψη, ανησυχία,… …   Dictionary of Greek

  • μείλιγμα — το (Α μείλιγμα και μείλιχμα) νεοελλ. (λαογρ.) τρόφιμα και γλυκίσματα που προσφέρονται σε νεκρούς ή σε διάφορα υποχθόνια πνεύματα για να τά εξιλεώσουν αρχ. 1. οτιδήποτε χρησιμεύει για τέρψη, ευχαρίστηση ή ανακούφιση 2. μτφ. μέσο για εξιλέωση ή για …   Dictionary of Greek

  • τειχομαχώ — τειχομαχῶ, έω, ΝΜΑ μάχομαι ως επιτιθέμενος ή ως αμυνόμενος στα τείχη αρχ. πολιορκώ («τειχομαχήσοντα τῷ Ἰλίῳ», Φιλόστρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + μαχῶ (< μάχος < μάχομαι), πρβλ. ναυ μαχώ) …   Dictionary of Greek

  • τοσόσδε — και επικ. τ. τοσσόσδε, ήδε, όνδε, Α 1. τόσος ακριβώς ή τόσος περίπου (α. «τοσόνδε μέντοι χάρισαί μοι», Πλάτ. β. «τοιόνδε τοσόνδε τε λαὸν Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. το ουδ. εν. ως ουσ. τo τοσ(σ)όνδε η ποσότητα 3. (το ουδ. με γεν. ως ουσ.) τόσο μέρος,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»