Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἵκτωρ

См. также в других словарях:

  • ίκτωρ — ἵκτωρ, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) 1. ο ικέτης 2. ως επίθ. φρ. «μαστὸν ἵκτορα» με τον μαστό που επιδεικνύεται σε κίνηση ικεσίας (Ευρ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἱκ τών ρ. ἵκω, ἱκνοῦμαι + επίθημα τωρ (πρβλ. κοσμή τωρ, πράκ τωρ)] …   Dictionary of Greek

  • ἵκτορας — ἵκτωρ masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίκω — ἵκω (Α) έρχομαι, φθάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Στη λεξιλογική ομάδα τού ἵκω ορισμένοι τ. εμφανίζουν βραχύ ἵ (πρβλ. ικάνω, ικνούμαι), ενώ άλλοι τ. μακρό ῑ (πρβλ. ίκω, ίγμαι). Είναι δυνατόν, λοιπόν, η οικογένεια τού ρ. ἵκω να ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα… …   Dictionary of Greek

  • ικτορεύω — ἱκτορεύω (Α) [ίκτωρ] ικετεύω …   Dictionary of Greek

  • sē̆ ik-, sī̆ k- —     sē̆ ik , sī̆ k     English meaning: to reach for, grab     Deutsche Übersetzung: “reichen, greifen (with the Hand)”     Material: Gk. ἵκω (*sīkō), Dor. εἵκω (*seikō) “come, gelange, erreiche”, Ion. Att. Inf. Aor. ἱκέσθαι (*sĭk ), Praes.… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»