-
1 ικτήρ
-
2 ἱκτήρ
-
3 ἱκτήρ
-
4 ικτηρ
-
5 ἴκτηρ
-
6 ἱκτήρ
-
7 ἱκτήρ
II Ζεὺς ἱκτήρ the protector of the suppliant, A.Supp. 479. -
8 ικτηριος
-
9 ικτωρ
-
10 θαλλός
θαλλός, ὁ, junger Zweig, Schößling, Sprößling; Od. 17, 224; Aesch. Ch. 1031; βλαστεῖν ϑαλλόν Soph. El. 414; Ant. 1187; bes. ἐλαίας, der Oelzweig, O. C. 475, den die Schutzflehenden in den Händen hielten; ἱκτήρ Eur. suppl. 10; ἱερὸν γλαυκᾶς ἐλαίας ϑ. I. T 1101; ϑαλλὸν ἤ τινα καρπὸν προσείοντες, d. i. anlocken, wie eine Ziege durch ein vorgehaltenes Reis, Plat. Phaedr. 230 d; Oelzweig als Siegeszeichen, στέφανον δὲ τὸ νικητήριον εἶναι ἑκάστοις ϑαλλοῦ Legg. XII, 943 c; vgl. Aesch. 3, 187 u. Ath. VII, 276 b XII, 535 c; Pol. 3, 52, 3 sagt ϑαλλοὶ καὶ στέφανοι σχεδὸν πᾶσι τοῖς βαρβάροις εἰσὶ συνϑῆκαι φιλίας.
-
11 ἰκετήριος
ἰκετήριος (vgl. ἱκτήρ u. ἱκτήριος), zum Schutzflehenden gehörig, ihn betreffend, wohl nur im kom., ἱκετηρίαν γόνασιν ἐξάπτω σέϑεν τὸ σῶμα ἐμόν, fußfällig flehe ich, Eur. I. A. 1216; gew. ἡ ἱκετηρία, sc. ἐλαία oder ῥάβδος, der Oelzweig, den der Schutzflehende in den Händen hält, λευκοστεφεῖς ἱκετηρίας Aesch. Suppl. 189; ἱκετηρίαν ἔχειν Ar. Plut. 383; ἱκετηρίην λαβών Her. 5, 51; ἱκετηρίας τάςδε ἥκομεν φέροντες 7, 141; bes. ἱκετηρίαν ϑεῖναι, als Schutzflehender erscheinen u. den Oelzweig niederlegen, übh. anflehen, Andoc. 1, 110 ff.; παρά τινι, Dem. 24, 12. 53, der sogar sagt νομίζετε τὸν παῖδα τοῦτον ἱκετηρίαν ὑμῖν προκεῖσϑαι ὑπὲρ τῶν τετελευτηκότων, 43, 83, daß er euch anflehe im Namen der Todten; ὑπέρ τινος ἐν τῷ δήμῳ Aesch. 2, 15, wie εἰς τὴν βουλήν 1, 104; auch καταϑεῖναι u. ἔχειν, Din. 1, 18; προβάλλεσϑαι, Ael. V. H. 3, 26; πέμπειν, Plut. Pomp. 28; bei Isocr. 8, 138 hat Bekker für πολλὰς ἱκετηρίας καὶ δεήσεις ποιούμενοι nach einem ms. ἱκετείας geschrieben; vgl. Pol. 3, 112 ϑυσίαι καὶ ϑεῶν ἱκετηρίαι καὶ δεήσεις ἐπεῖχον τὴν πόλιν.
-
12 αικτήρ
-
13 ἀικτήρ
-
14 ικτήρα
-
15 ἱκτῆρα
-
16 ικτήρας
-
17 ἱκτῆρας
-
18 ικτήρες
-
19 ἱκτῆρες
-
20 ικτήρι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ικτήρ — ἱκτήρ, ῆρος, ὁ (Α) 1. ικέτης 2. φρ. «Ζεὺς ἱκτήρ» Ζευς προστάτης τών ικετών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἱκ τών ρ. ἵκω, ἱκνοῦμαι + επίθημα τηρ (πρβλ. λου τήρ, μηνυ τήρ)] … Dictionary of Greek
ίκτηρ — ἴκτηρ, ος, ὁ (Α) ίκτερος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφίβολος παράλλ. τ. τού ἴκτερος] … Dictionary of Greek
ἱκτήρ — a suppliant masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱκτῆρα — ἱκτήρ a suppliant masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱκτῆρας — ἱκτήρ a suppliant masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱκτῆρες — ἱκτήρ a suppliant masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱκτῆρι — ἱκτήρ a suppliant masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱκτῆρος — ἱκτήρ a suppliant masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίκω — ἵκω (Α) έρχομαι, φθάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Στη λεξιλογική ομάδα τού ἵκω ορισμένοι τ. εμφανίζουν βραχύ ἵ (πρβλ. ικάνω, ικνούμαι), ενώ άλλοι τ. μακρό ῑ (πρβλ. ίκω, ίγμαι). Είναι δυνατόν, λοιπόν, η οικογένεια τού ρ. ἵκω να ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα… … Dictionary of Greek
ικετήρ — ἱκετήρ, ὁ, ἡ (Α) βλ. ικτήρ … Dictionary of Greek
ικετήριος — α, ον (ΑΜ ἱκετήριος, ία, ον, Α θηλ. και ικετηρίς, ποιητ. τ. ικτήριος, ία, ον και ιων. τ. θηλ. ίκετηρίη) ικετευτικός* αρχ. 1. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ ἱκτήριοι οι ικέτες 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἱκετηρία α) κλαδί ελιάς που κρατούσε ο ικέτης στα … Dictionary of Greek